Φέτος η άνοιξη μπαίνει ύπουλα. Από τα μέσα του Φλεβάρη σχεδόν προσπαθεί να τρυπώσει στον καιρό και στη ζωή μας. Περπατάει απαλά, ξυπόλητη, έρχεται όσο πιο αθόρυβα γίνεται, λες και και θέλει να μας βρει απροετοίμαστους, σε μια κίνηση αιφνιδιασμού. Έτσι ακριβώς όπως προσπαθούν να τρυπώσουν στο μυαλό και οι σκέψεις: πρώτες, δεύτερες, σκοτεινές, ανατρεπτικές.
Κάτι μέρες σαν κι αυτή νομίζω πως έχουμε ανάγκη την άνοιξη πολύ περισσότερο απ' όσο τη χρειάζεται η φύση. Η μέρα μεγαλώνει, λες και μακραίνει την προοπτική κι έτσι όπως είναι βουτηγμένη στο φως σε κάνει να θες να έχεις γύρω σου μόνο ανοιχτά χρώματα. Κι ανοιχτές καρδιές.
Κι ακόμα κι αν σ' αφήνει αδιάφορο το ανελέητο φως της μέρας, ακόμα κι αν πεισματικά κλείνεις τα μάτια σου στην αυθάδη προοπτική που ανοίγεται στο τέλος του ορίζοντα, όσο σφιχτά κι αν τυλίγεσαι μέσα στο χειμωνιάτικο πανωφόρι σου, η μυρωδιά της άνοιξης σε κυνηγάει παντού, σε κάθε γωνία, σε κάθε στενό.
Όταν έγραφα αυτές τις γραμμές δεν είχα ιδέα πού ήθελα να καταλήξω. Αλλά ενδεχομένως δεν γράφουμε πάντα με το σκοπό να καταλήξουμε κάπου. Ίσως να γράφουμε και για να ξεκινήσουμε κάτι.
Καλό μας απόγευμα.