Ετικέτες

80's (1) αγανακτισμένοι (1) ανθρακωρύχοι (1) απεργία (1) απολιτικ (1) Αρκετά Καλός (1) Βαρουφάκης (1) Βενιζέλος (1) γάμος (1) γλυκά (1) γλώσσα (1) διήγημα (1) εκλογές 2015 (2) εξουσία (1) επαίτες (1) επιβάτες (1) επιστολή (1) Ζωή Κωνσταντοπούλου (1) ηλεκτρικός (3) θαυμάζω (1) θηλυκότητα (1) καθρέφτης (1) Καλλιθέα (1) κιλά (1) ΚΚΕ (1) κράζω (1) κρίση (1) κυβέρνηση (2) Κύριος (1) Λάλας (1) μάγος (1) μαντήλα (1) Μεγάλη Βρετανία (1) Μέρκελ (1) μέσα κοινωνικής δικτύωσης (1) Μοναστηράκι (2) Μουσουλμανισμός (1) μπούργκα (1) ναρκωτικά (1) ΝΔ (1) Παπαδιαμάντης (1) παραμύθι (2) ΠΑΣΟΚ (1) Πλατεία Δαβάκη (1) πολιτικά ορθό (1) πολιτική ορθότητα (1) ΠΟΤΑΜΙ (1) πρίζα (1) πρωθυπουργός (1) Ρωξάνη (1) Σαμαράς (2) σπολλάτη. παιδιά (1) Σταχτομπούτα (1) ΣΧΕΣΕΙΣ (1) σχέσεις (1) ταινία (1) Ταύρος (2) Τέλειος (1) Τζήμερος (1) τραπέζι (1) Τριανταφυλλίδης (1) Τσίπρας (2) τυρκουάζ (1) υλική στέρηση (1) φεμινισμός (1) φτώχεια (1) Χατζηνικολάου (1) χορευτής (1) Χριστούγεννα (1) χωριό του Άι Βασίλη (1) ψήφος (1) AIDS (1) Barbie (1) Da Capo (1) facebook (1) gay (1) jumbo (1) LGSM (1) lifestyle (1) Matthew Warchus (1) pride (1) social media (1) tweet (1) twitter (1)

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

ΕΣΥ, ΤΙ ΕΓΙΝΕΣ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΕΣ; Vol.2 "ΣΚΙΑ"



ΕΣΥ, ΤΙ ΕΓΙΝΕΣ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΕΣ; Vol.2 "ΣΚΙΑ"

Η χλωμή Αυλή νόμισε πως ξαναβρήκε το φως της. Η μικρή της πριγκίπισσα γύρισε, ας οργανώσουμε ένα χορό. Μα ή είχαν καιρό να τη δουν ή εκείνη είχε τόσο πολύ αλλάξει. Τα ροδαλά μάγουλα είχαν χωθεί μέσα στις κόγχες του προσώπου της, το φωτεινό χαμόγελο, σβησμένο πια, ήταν μια τυπική ευγένεια. Με κόπο πάσχιζε να ξαναπαίξει το ρόλο που η ίδια, πολύ καιρό πριν, είχε διαλέξει. Αλλά δεν της είχε απομείνει άλλη δύναμη για να είναι αυτή η δυνατή. Κι όσο η Αυλή την αγκάλιαζε με χαρά, τόσο η Ζωή βυθιζόταν στη θλίψη. 

Πού και πού θυμόταν την Πηγή.  Πόσο θα ήθελε να μην είχε ξεκολλήσει από εκείνο το λιβάδι που ο χρόνος ήταν για πάντα σταματημένος! Να μην είχε χρειαστεί να απαντήσει ποτέ στην ερώτηση τι έγινε όταν μεγάλωσε... 

Το Συμβούλιο των Σοφών δεν είχε -εννοείται- καμία λύση να της προσφέρει. Ποια συμβουλή να δώσεις σε κάποιον που τον αφάνισε ένα κόκκινο σκουφί; 

Νευρική, ανήσυχη πηγαινοερχόταν μέσα στις ψηλοτάβανες κάμαρες. Καμιά διάθεση δεν είχε για χορούς. Όλα της έφταιγαν αν και ήξερε πολύ καλά ότι ο μόνος φταίχτης ήταν η ίδια. Πολλές φορές ένιωθε να πνίγεται. Ήθελε να φωνάξει σε όλους την αλήθεια, πως μαζί της είχε φέρει βαλίτσες με πράγματα παλιά, τόσο παλιά όσο ο φόβος και ο θάνατος. Αλλά δεν το έκανε ποτέ. Τι της έφταιγαν όλοι αυτοί οι ανυποψίαστοι και καλοσυνάτοι άνθρωποι; Γιατί να τους τρομάξει μέσα στη γαλήνη τους; Ποιον ένοιαζε στο κάτω κάτω αν εκείνη, με συνέπεια κι επιμονή, κυνηγούσε το λάθος;

Πριγκίπισσα, ξένη, ανοχύρωτη, γυμνή, δεν είχε παρά μόνο τον εαυτό της. Κι αυτόν, δεν τον άντεχε πια. 

Νύχτωσε πια. Αύριο η Αυλή έχει χορό. Η Ζωή θα πρέπει να στολιστεί, να φορέσει ένα από τα ολοκαίνουργια φουστάνια που βρήκε μέσα στις ντουλάπες της και να γιορτάσει. "Την κίτρινη οργαντίνα να φορέσετε. Με αυτή τη μωβ μεταξωτή ζώνη στη μέση."

Φορώντας την κίτρινη οργαντίνα με τη μωβ μεταξωτή ζώνη κάθισε στο γραφείο της. Είχε ακόμα ένα λογαριαμό να κλείσει.

Συνεχίζεται...      


Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

ΕΣΥ, ΤΙ ΕΓΙΝΕΣ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΕΣ; Vol.2 "ΕΡΩΣ - ΘΑΝΑΤΟΣ"


ΕΣΥ, ΤΙ ΕΓΙΝΕΣ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΕΣ; Vol.2 "ΕΡΩΣ - ΘΑΝΑΤΟΣ"

Σε ένα λιβάδι καταδικασμένο σε ένα αιώνιο ανοιξιάτικο μεσημέρι ένα μικρό κορίτσι πηγαινοέρχεται ανάστατο. Είναι παιδί και δεν ξέρει, αλλά τα παιδιά ό, τι τους λείπει σε γνώση το αναπληρώνουν σε ένστικτο. Και το παιδικό της ένστικτο της έλεγε πως ο κίνδυνος είχε ξετρυπώσει από τη φωλιά του. Κοιτούσε και ξανακοιτούσε μέσα στο σεντούκι. Γοβάκια, μήλα, όλα εκεί, μα πουθενά το κόκκινο σκουφί. "Γιατί έπρεπε να διαλέξεις αυτό το παραμύθι, Ζωή;"

Μεθύσι, άγνοια κινδύνου, μια ηθελημένη άνευ όρων παράδοση στην καταστροφή, όλα τα έβλεπε η Ζωή, πώς όχι; Μα ο λύκος ξαφνικά γινόταν ακαταμάχητος, ήταν ό, τι μπορούσε να δει, ό, τι ήθελε να έχει. Κι ας αναρωτιόταν συχνά ποιος ήταν. 

"Κάποιος που σε γνωρίζει λίγο, αλλά σε ξέρει πολύ. Αυτός που φοβάσαι και γι' αυτό εδώ και χρόνια αποφεύγεις να τον συναντήσεις. Κι όμως, το μόνο που ονειρευόσουν ήταν να τον βρεις."

"Κλείνω τα μάτια μου, σε βλέπω, τα ανοίγω, είσαι μπροστά μου."

"Γιατί δε λες ακριβώς αυτό που νιώθεις;"

"Σ' αγαπώ."

Φτάνει μια λέξη για να παραδώσεις σε έναν μόνο άνθρωπο τα γυάλινα γοβάκια, τα μήλα τα γεμάτα φαρμάκι, τα κόκκινα σκουφιά, όλα τα φιλιά, να του ανοίξεις διάπλατα την πόρτα στους πιο κρυφούς σου φόβους, να τον αφήσεις να δει γυμνά τα πιο προσωπικά σου όνειρα. 

Κι έπειτα έγιαν όλα σα μια τσουλήθρα, αβίαστα η Ζωή κατρακυλούσε πάνω της. Και πίστεψε πως αφού διάπλατα άνοιξε την πόρτα στο λύκο, δεν κινδύνευε πια από αυτόν. 

Ό, τι μας φαντάζει άπιαστο όνειρο μπορεί να γίνει μια γλυκιά πληγή, αλλά την ώρα που αγκαλιάζουμε το φόβο μας, μόνο τις πληγές δεν σκεφτόμαστε.

Κι έτσι η Ζωή γύρισε τον κόσμο όλο πάντα κρατώντας το χέρι του γίγαντα. 
Αλλά ακόμα κι ο γύρος του κόσμου έχει ένα τέλος. Και δεν ήταν η Ζωή αυτή που θα το απόφάσιζε.

Συνεχίζεται...
 

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

ΕΣΥ, ΤΙ ΕΓΙΝΕΣ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΕΣ; Vol.2 "ΔΙΝΗ"






 ΕΣΥ, ΤΙ ΕΓΙΝΕΣ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΕΣ; Vol.2 "ΔΙΝΗ"

Το ήξερε πως ο Μάξιμος είχε, για άλλη μια φορά, δίκιο. Ο μοναδικός λόγος που τόση ώρα έμενε σε αυτήν την παραλία ήταν γιατί ήθελε να είναι εκεί, μαζί του. 

"Ο μόνος που θες να ακούς, ο μόνος που θες να βλέπεις."


Ο γίγαντας σηκώθηκε και για μια φορά ακόμα της πρότεινε το χέρι του. Η Ζωή είχε καταλάβει πως ποτέ δεν θα της έδινε το μπράτσο του, ήταν ένα παιδί για κείνον, αλλά τώρα πια δεν την πείραζε. Ίσως και να την ευχαριστούσε…


«Πού θα πάμε;»


«Μακριά»


Τον κοίταξε απορημένη. Κάποτε, χρόνια πριν, σε ένα λιβάδι, κάτω από το φως ενός αιώνιου μεσημεριού, πεισματικά αρνιόταν να  πάρει μαζί της οποιαδήποτε αποσκευή. Δεν είχε πράγματα τότε κι ούτε και ήθελε. Τώρα όμως, τα χρειαζόταν…


«Δεν έχω τίποτα μαζί μου», ψέλλισε.


«Φορέματα θα πάρουμε καινούργια». Μα η Ζωή δεν είχε στο μυαλό της τα φουστάνια…


«Ό, τι άλλο χρειάζεσαι, είναι εδώ», έκανε ο Μάξιμος κι έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού του ένα μικρό κόκκινο σκουφί. Τον κοίταξε έντρομη σχεδόν.


«Πού το βρήκες αυτό;»

«Πάντα εγώ το είχα.»


Νοσταλγούμε με δύναμη ό, τι φοβόμαστε βαθιά και γι’ αυτό με επιμέλεια το αποφεύγουμε. Τακτοποιούμε με περίσσια τάξη όλο τον μικρόκοσμό μας μέσα σε κουτάκια και τις νύχτες κοιμόμαστε ήσυχοι γιατί κι αύριο το πρωί θα έχουμε ξανά, εμείς, τον έλεγχο σε όλα. Πάντα όμως θα υπάρχει αυτό το κομματάκι που σε κανένα κουτί δε χώρεσε, κι ας είναι μια σταλιά. Γιατί αυτό το κομματάκι κάνει πάντα του κεφαλιού του, έρχεται και θέλει να πιάσει κουβέντα όποτε του κάνει κέφι.


Μήνες, ίσως και χρόνια, αυτό το μικρό κομματάκι ερχόταν και την τυραννούσε. Πάσχιζε να βγει στην επιφάνεια, να αναπνεύσει τον αέρα που δικαιωματικά του ανήκε. Και τώρα, να, έστεκε εκεί μπροστά της.

Η ψυχή της ήταν βαριά, το Συμβούλιο των Σοφών της το είχε πει ξεκάθαρα: όλοι θα είναι πολύ καλύτερα χωρίς εσένα. Ήταν όμως αληθινά παράξενο πώς αυτό το κομματάκι ζύγιζε πολύ περισσότερο απ’ όλο το βάρος που εδώ και καιρό ένιωθε πως κουβαλούσε.

Η Ζωή δεν επέστρεψε στο παλάτι εκείνη τη νύχτα.  
Ξέχασε και το Συμβούλιο των Σοφών, και την αγωνία της για το αύριο της Αυλής και την Αυλή ολόκληρη. Για την ακρίβεια, έκανε πάρα πολύ καιρό να επιστρέψει... 

Η Αυλή το πήρε απόφαση ότι η μικρή της πριγκίπισσα δεν της ανήκε πια. Έκλεισε πίσω της την πόρτα διακριτικά, χωρίς θόρυβο, ακριβώς όπως ταιριάζει σε περιστάσεις θλιβερές που τις διαχειρίζονται όμως άνθρωποι χαμηλών τόνων και με καλούς τρόπους.

Συνεχίζεται...






Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ, Μέρος 4ο, |ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΨΗΛΑ...|

Λίγο πριν τις δώδεκα, σχεδόν μεσημέρι, σε ένα σχεδόν φθινοπωρινό Σάββατο που κυνηγιέται με την ψύχρα και τον ήλιο, για μια φορά ακόμα βρίσκομαι στον σταθμό του ηλεκτρικού στον Ταύρο. Ψάχνω να βρω μια ιδέα, μια ιστορία. Κοιτάζω γύρω μου στο σταθμό όση ώρα περιμένω. Παρατηρώ και προσπαθώ να φανταστώ. Εξακολουθώ να κάνω το ίδιο και πάνω στο βαγόνι, όμως κανείς από τους συνεπιβάτες μου δε μου κινεί το ενδιαφέρον, κανείς δε μου λεει κάτι, λες και είναι μια μέρα που η μόνη ιστορία που θα μπορούσε να πει κανείς είναι ότι απλώς πήρε τον ηλεκτρικό κι έκανε τη διαδρομή Ταύρος-Μοναστηράκι. Αλλά ίσως τελικά η ιστορία θα έρθει να σε βρει μόνη της...

"Επόμενος σταθμός, Πετράλωνα". Ο συρμός σταματάει, ο κόσμος στριμώχνεται, όλοι θέλουν να κατέβουν κι όλοι θέλουν να ανέβουν αλλά κανείς δεν μπορεί να περιμένει, κανείς δεν μπορεί να κάνει λίγο στο πλάι.  

Ακούω πρώτα τη φωνή. Μια φωνή θυμωμένη, υπερβολικά υψωμένη για δημόσιο χώρο, γεμάτη βίαιες προστακτικές, ποτισμένη από περιφρόνηση, με μια νότα αγανάκτησης στο τελείωμά της, σα να αποζητάει μια συλλογική συγκατάβαση, μια επιβεβαίωση πως δίκιο έχει. Η φωνή είναι ένας άντρας γύρω στα εξήντα, με πλούσια γκρίζα μαλλιά  και μούσι. Φοράει γυαλιά ηλίου και κουβαλάει μια χάρτινη σακούλα που μέσα της έχει στοιβαγμένα πράγματα, τυλιγμένα με τη σειρά τους σε πλαστικές σακούλες. 

Η φωνή εξακολουθεί σχεδόν ακατάπαυστα να μιλάει. Όχι στον εαυτό της βέβαια, κάθε άλλο. Έχει μαζί της ένα παιδί, μεταξύ δεκαεπτά και είκοσι. Φοράει ένα jockey χαμηλωμένο τόσο που ακουμπάει στα γυαλιά ηλίου που κρύβουν τα μάτια του, με το κεφάλι του σκυμμένο, σα να θέλει να κρύψει όσο από το πρόσωπό του φαίνεται. Η δική του φωνή είναι σχεδόν ένα τραύλισμα, σα να φτάνει παντού αργοπορημένη, κουβαλώντας μέσα της όχι νωχέλεια, μα μια βεβαιότητα πως όλο αυτό όσο μάταιο κι αν είναι, όσες φορές κι αν έχει επαναληφθεί, δεν θα σταματήσει. 

Είναι δύσκολο να διακρίνω αν έχει κάποια νοητική δυσχέρεια ή αν είναι χρήστης ουσιών, η αμφιταλαντευόμενη φωνή του και το μόνιμα γερμένο προς τα εμπρός κορμί του με παραπέμπουν και στα δύο. Στο τέλος όμως τα λεγόμενά του μου αφήνουν την εικόνα μιας ταλαιπωρημένης ύπαρξης που κατορθώνει και παραμένει -με κόπο, βέβαια- διαυγής, όποια κι αν είναι η κατάστασή της. 

Η πρώτη φωνή συνεχίζει με στόμφο και αποστροφή, απαριθμεί λάθη, παραλλείψεις, απευθύνεται με χαρακτηρισμούς. Δεν έχει σημασία το περιεχόμενο της συζήτησης: κάποια άδεια που έπρεπε να ανανεωθεί, μια μπαταρία κινητού που έπρεπε να αλλαχθεί, ένας πατέρας που "θα πάει σπίτι το μεσημέρι και θα τα σπάσει όλα." 

Και σε κάθε φράση που ολοκληρώνει προσθέτει ένα "μη σκύβεις, ψηλά το κεφάλι σου". Η άλλη -η "μη φωνή"- ψελλίζει κάποιες εξηγήσεις, χωρίς ποτέ να προλάβει να τις ολοκληρώσει. Αλλά ακόμα κι όταν διατυπώνει ένα νόημα ολοκληρωμένο, το ακούν μόνο οι έκπληκτοι και αμήχανοι επιβάτες στο βαγόνι. Και δεν είναι αυτοί ο συνομιλητής της.  Κι όμως δεν είναι τα υποτιμητικά σχόλια ούτε οι απαξιωτικές παρατηρήσεις που κάνουν τη "μη φωνή" να βουλιάζει στο δάπεδο του βαγονιού. Είναι αυτό το "ψηλά το κεφάλι σου".

Ακόμα κι αν του λείπει η πνευματική καθαρότητα ή η απαιτούμενη νηφαλιότητα, είναι σε θέση να καταλάβει ότι του είναι αδύνατο να κρατήσει ψηλά το κεφάλι του κάτω από το βάρος των επάλληλων προσβολών σε δημόσια ακρόαση. Του είναι αδύνατο να κρατήσει ψηλά το κεφάλι του απέναντι στους επιβάτες αυτού του βαγονιού, του είναι αδύνατο να κρατήσει το κεφάλι του ψηλά απέναντι σε όλο τον κόσμο. 

Δεν έχω κάποιο συγκεκριμένο λόγο για να κατέβω στο Μοναστηράκι, μπορώ να συνεχίσω τη διαδρομή μέχρι εκεί που πάνε οι δύο φωνές. Όμως δεν αντέχω να ακούω άλλο. Προσωπική αδυναμία, κοινωνική αμηχανία, ένα αίσθημα αδικίας και μια αγανάκτηση που ο θέσει ισχυρός τσαλαπατάει τον εξαρτώμενο με σπρώχνουν και με κάνουν σχεδόν να πεταχτώ στην αποβάθρα μόλις ανοίγουν οι πόρτες. 

Η διαδρομή Πετράλωνα - Μοναστηράκι διαρκεί τέσσερα λεπτά. Τέσσερα λεπτά που φάνηκαν ατελείωτα σε έναν τυχαίο επιβάτη... Πόσα τέτοια τέσσερα ανυπόφορα λεπτά να έχει αθροίσει η "μη φωνή", άραγε; 

Πολύ συχνά, κοιτάζοντας τυχαία ανθρώπους σε φανάρια, βαγόνια, μαγαζιά φαντάζομαι ολόκληρες ιστορίες που μπορεί να τους αφορούν. Για αυτά τα τέσσερα λεπτά όμως δεν ήθελα να φανταστώ τίποτα περισσότερο. Γιατί η ενστικτώδης γνώση παραήταν αρκετή... 

Ανακατεύομαι με τον κόσμο στην πλατεία, χώνομαι στα στενά της Πλάκας, θέλω πάση θυσία να αφήσω πίσω μου τα τέσσερα λεπτά και τις δύο φωνές. Χρόνια τώρα έχω μάθει ό, τι με στοιχειώνει να το ξορκίζω γράφοντας. Είναι ο δικός μου τρόπος να κατορθώνω να κρατάω ψηλά το κεφάλι μου. Δεν μπορώ να σκεφτώ τι θα βοηθούσε τη "μη φωνή" να κρατήσει το κεφάλι της ψηλά... έχω μόνο μέσα μου μια αφελή, σχεδόν κουτή ελπίδα ότι κάποτε θα κατορθώσει να το κάνει, να κοιτάξει τον ουρανό, να βρει ορίζοντα και λύτρωση. Αλλά αυτή είναι μια παιδική ελπίδα...

Καλή σας μέρα...