Ετικέτες

80's (1) αγανακτισμένοι (1) ανθρακωρύχοι (1) απεργία (1) απολιτικ (1) Αρκετά Καλός (1) Βαρουφάκης (1) Βενιζέλος (1) γάμος (1) γλυκά (1) γλώσσα (1) διήγημα (1) εκλογές 2015 (2) εξουσία (1) επαίτες (1) επιβάτες (1) επιστολή (1) Ζωή Κωνσταντοπούλου (1) ηλεκτρικός (3) θαυμάζω (1) θηλυκότητα (1) καθρέφτης (1) Καλλιθέα (1) κιλά (1) ΚΚΕ (1) κράζω (1) κρίση (1) κυβέρνηση (2) Κύριος (1) Λάλας (1) μάγος (1) μαντήλα (1) Μεγάλη Βρετανία (1) Μέρκελ (1) μέσα κοινωνικής δικτύωσης (1) Μοναστηράκι (2) Μουσουλμανισμός (1) μπούργκα (1) ναρκωτικά (1) ΝΔ (1) Παπαδιαμάντης (1) παραμύθι (2) ΠΑΣΟΚ (1) Πλατεία Δαβάκη (1) πολιτικά ορθό (1) πολιτική ορθότητα (1) ΠΟΤΑΜΙ (1) πρίζα (1) πρωθυπουργός (1) Ρωξάνη (1) Σαμαράς (2) σπολλάτη. παιδιά (1) Σταχτομπούτα (1) ΣΧΕΣΕΙΣ (1) σχέσεις (1) ταινία (1) Ταύρος (2) Τέλειος (1) Τζήμερος (1) τραπέζι (1) Τριανταφυλλίδης (1) Τσίπρας (2) τυρκουάζ (1) υλική στέρηση (1) φεμινισμός (1) φτώχεια (1) Χατζηνικολάου (1) χορευτής (1) Χριστούγεννα (1) χωριό του Άι Βασίλη (1) ψήφος (1) AIDS (1) Barbie (1) Da Capo (1) facebook (1) gay (1) jumbo (1) LGSM (1) lifestyle (1) Matthew Warchus (1) pride (1) social media (1) tweet (1) twitter (1)

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2016

ΕΣΥ, ΤΙ ΕΓΙΝΕΣ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΕΣ; XII



ΕΣΥ, ΤΙ ΕΓΙΝΕΣ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΕΣ; XII

Κοιτούσαν ακριβώς το ίδιο πράγμα μα το πρόσωπο της Πηγής ήταν φωτισμένο από ένα πλατύ χαμόγελο, τόσο μεγάλο που έμοιαζε οι άκρες από το στόμα της να ακουμπάνε τα αυτιά της. Το πρόσωπο της Ζωής ήταν σκοτεινό. Ένα λεπτό αυλάκι ανάμεσα στα φρύδια της γινόταν όλο και πιο βαθύ σε μια προσπάθεια να χωρέσει όλη την καχυποψία μα και την αγωνία.

«Έτοιμη;», ρώτησε η Πηγή. «Έτοιμη», απάντησε η Ζωή χωρίς να πάρει το βλέμμα της από το ανοιγμένο σεντούκι.

«Το πράσινο ή το κόκκινο θες;», ξαναρώτησε η Πηγή. Η Ζωή την κοίταξε και της χαμογέλασε: «Διάλεξε εσύ.»

Τα δυο κορίτσια τράβηξαν αργά και με προσοχή τα δυο βελούδινα καλύμματα.

«Κοίτα, Ζωή! Γυάλινα γοβάκια, ένα ολομέταξο κόκκινο σκουφί κι ένα λαχταριστό κατακόκκινο μήλο!» Η Πηγή χόρευε στροβιλίζοντας στον αέρα το πράσινο βελούδο. 

«Όλα τα παραμύθια είναι δικά μου!»

Η Ζωή είχε απομείνει κρατώντας το κόκκινο βελούδο και κοιτάζοντας το μισοαδειασμένο σεντούκι.

Η Πηγή την πλησίασε. 
«Εσύ, δε θα βγάλεις τα πράγματά σου;»

«Δεν καταλαβαίνω…», είπε η Ζωή με μια φωνή που μόλις ακουγόταν.

Η Πηγή κοίταξε μέσα στο σεντούκι.
«Τι δεν καταλαβαίνεις;»
 
«Τι να τα κάνω αυτά; Ένας ασημένιος στυλογράφος, ένα κλειδί κι ένας φάκελος…  είναι τα πράγματά  μου;!»


«Είναι τα όνειρά σου.»

Η Ζωή την κοίταξε με έκπληξη.

«Τα όνειρά μου;»

«Ναι, Ζωή. Εκείνα που δε θυμάσαι πια. Όσα παράτησες γιατί ήταν πολύ νωρίς ή πολύ αργά. Και δεν μπορούσες άλλο να περιμένεις. Γιατί σου ήταν πιο βολικό να σχεδιάζεις. Τα σχέδια τα εκτελείς. Τα όνειρα όμως τα κυνηγάς.»

«Στη ζωή δεν μπορούμε να κάνουμε πάντα αυτό που ονειρευόμαστε! Ξέρω, είσαι πολύ μικρή για να καταλάβεις, αλλά έτσι είναι!»

«Μπορεί να έχεις δίκιο, όμως ποτέ δεν είμαστε πολύ μεγάλοι για να ελπίζουμε. Εσύ το είπες, η ελπίδα είναι η γέφυρά μας για να περάσουμε στο αύριο. Έγινες όλα όσα έπρεπε κι όσα περίμενες από τον εαυτό σου κι όσα περίμεναν οι άλλοι από σένα. Και; Εσύ, πού είσαι μέσα σε όλα αυτά;»

«Ακόμα κι αν έχεις δίκιο, τι… τι να τα κάνω αυτά;», απάντησε η Ζωή δείχνοντας τα πράγματα μέσα στο σεντούκι.

«Να γράψεις. Τις δικές σου ιστορίες, των άλλων, ό, τι περνάει από το μυαλό σου. Γι’ αυτό γεννήθηκες, αυτό ήθελες πάντα να κάνεις. Η πίστη σου έλειπε. Σ’ αυτό το λιβάδι τη βρήκες.

Να ξεκλειδώσεις την καρδιά σου σ’ αυτόν που θες. Να αφήσεις τον εαυτό σου να τσαλακωθεί, να ανοιχτείς σε έναν άνθρωπο. Να τον αφήσεις να σπάσει το γυάλινο τοίχο που σε περιβάλλει. Να κυνηγήσεις τη φωτιά κι ας γίνεις στάχτη.

Να πάρεις το εισιτήριό σου για μια καινούργια ζωή: με δικά σου έξοδα το έβγαλες. Με χαμένα γοβάκια, κόκκινα σκουφιά και μήλα γεμάτα δηλητήριο. Και χωρίς αυτά δε θα έφτανες ποτέ σ’ αυτό το δέντρο, δε θα συναντούσες εμένα, δε θα άνοιγες αυτό το σεντούκι.»

Η Ζωή την κοίταξε χαμογελώντας.

«Είσαι πολύ σοφή για την ηλικία σου!»

«Φαντάσου πόσο σοφή θα είμαι όταν γίνω σαν κι εσένα!», απάντησε η Πηγή κι αγκάλιασε τη Ζωή.

Έμειναν για λίγο έτσι, χωρίς να μιλάνε.

«Ζωή, νομίζω ότι ήρθε η ώρα να φύγεις. Αρκετά καθυστέρησες.»

Η Ζωή κοίταξε γύρω της. Το μεσημέρι εξακολουθούσε να είναι ακίνητο.

«Πού τελειώνει το λιβάδι;»

«Θα σε πάνε τα βήματά σου μόνα τους.»

Η Ζωή έβαλε στις τσέπες της το στυλογράφο, το κλειδί και τον φάκελο. Γύρισε στην Πηγή.

«Εσύ τι θα κάνεις;»

«Θα ζήσω όλα τα παραμύθια και θα κάνω όλα τα λάθη.»

«Θα ξανασυναντηθούμε;»

«Πάντα θα συναντιόμαστε.»
..............................................................................................................................................

Βρέθηκε σε μια ερημική ακρογιαλιά. Το μεσημέρι είχε γίνει απόγευμα πιά. Έβαλε τα χέρια της στις τσέπες της. Ναι, ήταν όλα εκεί. Χαμογέλασε. Έβγαλε τα παπούτσια της και συνέχισε να περπατάει πάνω στη δροσερή άμμο. 

ΤΕΛΟΣ