Ετικέτες

80's (1) αγανακτισμένοι (1) ανθρακωρύχοι (1) απεργία (1) απολιτικ (1) Αρκετά Καλός (1) Βαρουφάκης (1) Βενιζέλος (1) γάμος (1) γλυκά (1) γλώσσα (1) διήγημα (1) εκλογές 2015 (2) εξουσία (1) επαίτες (1) επιβάτες (1) επιστολή (1) Ζωή Κωνσταντοπούλου (1) ηλεκτρικός (3) θαυμάζω (1) θηλυκότητα (1) καθρέφτης (1) Καλλιθέα (1) κιλά (1) ΚΚΕ (1) κράζω (1) κρίση (1) κυβέρνηση (2) Κύριος (1) Λάλας (1) μάγος (1) μαντήλα (1) Μεγάλη Βρετανία (1) Μέρκελ (1) μέσα κοινωνικής δικτύωσης (1) Μοναστηράκι (2) Μουσουλμανισμός (1) μπούργκα (1) ναρκωτικά (1) ΝΔ (1) Παπαδιαμάντης (1) παραμύθι (2) ΠΑΣΟΚ (1) Πλατεία Δαβάκη (1) πολιτικά ορθό (1) πολιτική ορθότητα (1) ΠΟΤΑΜΙ (1) πρίζα (1) πρωθυπουργός (1) Ρωξάνη (1) Σαμαράς (2) σπολλάτη. παιδιά (1) Σταχτομπούτα (1) ΣΧΕΣΕΙΣ (1) σχέσεις (1) ταινία (1) Ταύρος (2) Τέλειος (1) Τζήμερος (1) τραπέζι (1) Τριανταφυλλίδης (1) Τσίπρας (2) τυρκουάζ (1) υλική στέρηση (1) φεμινισμός (1) φτώχεια (1) Χατζηνικολάου (1) χορευτής (1) Χριστούγεννα (1) χωριό του Άι Βασίλη (1) ψήφος (1) AIDS (1) Barbie (1) Da Capo (1) facebook (1) gay (1) jumbo (1) LGSM (1) lifestyle (1) Matthew Warchus (1) pride (1) social media (1) tweet (1) twitter (1)

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

ΚΑΝΕΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙ... ΜΙΑ ΕΥΧΗ









ΚΑΝΕΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙ... ΜΙΑ ΕΥΧΗ

Μην υποτιμάς ποτέ τον θυμό, φέρνει μαζί του τη λήθη. Μια λήθη όμως ίδια μ’ αυτόν, πρόσκαιρη, επιφανειακή. Στο τέλος του δρόμου, ό,τι ένιωσες κι ο θυμός σου για λίγο έθαψε, πάλι θα αναβλύσει στην επιφάνεια. Θα αναβλύσει αυτό για να πνίξει εσένα. 

"Κι αν δεν θέλω να χορέψω;"

"Τότε, θες να περπατήσεις;" και της άπλωσε ξανά το χέρι του.

Κοίταξε την άβυσσο. "Κι αν θέλω να πετάξω;"

Θα μπορούσε να της πει πως αυτό που έλεγε ήταν μια τρέλα. Θα μπορούσε να της πει πως δεν γινόταν να πετάξει. Θα μπορούσε. Αν είχε μπροστά του μια γυναίκα. Εκείνος όμως ήταν που της είχε χαρίσει μια κούκλα για να ησυχάζει τις νύχτες που τον περίμενε. Μα και σε ένα παιδί θα μπορούσε κανείς να εξηγήσει πως δεν γίνεται να πετάξει. 

Έκλεισε τα μάτια του και την είδε, μόνη της στην άκρη του γκρεμού να κοιτάει τον χαρταετό της που μόλις είχε γκρεμιστεί. Κι έπειτα, πάλι μόνη της, να γυρνάει πίσω για να φτιάξει έναν καινούργιο. Ένα παιδικό όνειρο της χρωστούσε η ζωή, πώς να της το έπαιρνε τώρα μέσα από τα χέρια;  

Καμιά φορά, τις περισσότερες φορές, οι λέξεις που δεν τολμάμε να πούμε έστω κι αν είναι λίγες, "μη φοβάσαι, θα σε κρατάω για πάντα" ή ακόμα και δύο, "σ' αγαπώ" είναι αρκετές για να αλλάξουν μια ζωή ολόκληρη, πιο δυνατές και από όλες τις λέξεις που θα μπορούσαμε να έχουμε πει. Γιατί διαλέξαμε άλλες κι όχι αυτές. Και η σιωπή που τις καταδικάσαμε θα επιστρέψει και θα εκδικηθεί.

Δεν είχε τολμήσει ποτέ να του πει ότι το παιδικό της όνειρο ήταν η υπόσχεση που έφερνε μαζί της η κούκλα που της χάρισε. Δεν του είπε ποτέ για τις νύχτες που έμενε ξάγρυπνη από φόβο. 

"Ξεχνάς γιατί είμαι εδώ;", της απάντησε.

"Για να με φιλάς και να με φυλάς."

Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.  

"Θα με εμποδίσεις;"

"Θα πέσω πρώτος για να σε πιάσω, αν χρειαστεί."

Του χαμογέλασε. Ποτέ πριν δεν τον είχε κοιτάξει με αυτόν τον τρόπο, με ένα βλέμμα γεμάτο γαλήνη και αγάπη. 

"Αν είχα μια ευχή, θα ήταν να μείνω μαζί σου για πάντα."

"Μα έχεις μια ευχή", της είπε καταπίνοντας τον κόμπο που τον έπνιγε στο λαιμό... 












Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2017

ΚΑΝΕΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙ... ΒΗΜΑΤΑ





 ΚΑΝΕΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙ... ΒΗΜΑΤΑ

Πάλι τον γκρεμό έψαχνε. Δεν είχε μαζί της χαρταετό αυτή τη φορά και την κούκλα την είχε αφήσει πίσω. Δεν κουβαλούσε μαζί της κάτι για να πετάξει. Είχε μόνο τον εαυτό της.

Το κενό ανοιγόταν μπροστά στα πόδια της, μεγαλειώδες, αδηφάγο,  θανάσιμα ελκυστικό.

Το φως της μέρας λίγο λίγο χανόταν, μα και τι σημασία είχε τι ώρα ήταν. Κάπου στον κόσμο ήταν πολύ νωρίς και κάπου αλλού πολύ αργά...

Είχε θυμώσει, πολύ. Μα όπως πάντα και πάντα, η θλίψη πιο δυνατή από το θυμό. Πιο δυνατή από την ελπίδα. Η θλίψη πιο δυνατή από όλα. 

"Κι από την αγάπη;"

Δεν ήθελε να τον κοιτάξει, δεν ήθελε να τη δει να κλαίει. Για μια φορά ακόμα, δεν ηθελε να απαντήσει στην ερώτησή του. Ήταν πιο εύκολο να φύγει.

 Τον τρόμο κουβαλούσε μέσα της, πώς να του το έλεγε; Γι' αυτό δεν ήθελε να παίρνει αγκαλιά την κούκλα... Γιατί ήξερε πως ο έρωτας θα την έτρωγε ζωντανή... Κάθε απουσία θα την σταύρωνε. Κι όταν όλο της το αίμα θα είχε γίνει χολή από το φόβο, δεν θα είχε κουράγιο ούτε να ανοιγοκλείσει τα μάτια της, δεν θα είχε τη δύναμη ούτε καν να του ψιθυρίσει αυτό που ήθελε να ουρλιάξει: "Σ' αγαπώ"...

Είχε σκοτεινιάσει πια και το κενό του γκρεμού γινόταν ένα με τον ουρανό. Πλησίασε στην άκρη. Ένα βήμα μπρος. Και μετά δύο πίσω. Κι έπειτα άλλο ένα μπροστά. 

"Κάποτε συνάντησα ένα κορίτσι και του ζήτησα να χορέψουμε στην άκρη του γκρεμού. Μου είπε πως είναι επικίνδυνα αλλά της απάντησα μη φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ."

"Το κορίτσι αυτό δεν υπάρχει πια."

" Κι όμως, το βρήκα. Πάλι δίπλα σε έναν γκρεμό. Και θα ζητήσω πάλι το ίδιο πράγμα. Χορεύουμε;"

"Τότε είχε μουσική."

"Και τώρα έχει. Δως μου το χέρι σου."

"Έχω ξεχάσει τα βήματα."

"Θα μάθουμε καινούργια."

Δυο βήματα, και θα ριχνόταν στο στόμα της αβύσσου. Δυο βήματα, και θα έπεφτε στην αγκαλιά του.

Της έμενε να αποφασίσει προς τα πού θα περπατήσει...