Ετικέτες

80's (1) αγανακτισμένοι (1) ανθρακωρύχοι (1) απεργία (1) απολιτικ (1) Αρκετά Καλός (1) Βαρουφάκης (1) Βενιζέλος (1) γάμος (1) γλυκά (1) γλώσσα (1) διήγημα (1) εκλογές 2015 (2) εξουσία (1) επαίτες (1) επιβάτες (1) επιστολή (1) Ζωή Κωνσταντοπούλου (1) ηλεκτρικός (3) θαυμάζω (1) θηλυκότητα (1) καθρέφτης (1) Καλλιθέα (1) κιλά (1) ΚΚΕ (1) κράζω (1) κρίση (1) κυβέρνηση (2) Κύριος (1) Λάλας (1) μάγος (1) μαντήλα (1) Μεγάλη Βρετανία (1) Μέρκελ (1) μέσα κοινωνικής δικτύωσης (1) Μοναστηράκι (2) Μουσουλμανισμός (1) μπούργκα (1) ναρκωτικά (1) ΝΔ (1) Παπαδιαμάντης (1) παραμύθι (2) ΠΑΣΟΚ (1) Πλατεία Δαβάκη (1) πολιτικά ορθό (1) πολιτική ορθότητα (1) ΠΟΤΑΜΙ (1) πρίζα (1) πρωθυπουργός (1) Ρωξάνη (1) Σαμαράς (2) σπολλάτη. παιδιά (1) Σταχτομπούτα (1) ΣΧΕΣΕΙΣ (1) σχέσεις (1) ταινία (1) Ταύρος (2) Τέλειος (1) Τζήμερος (1) τραπέζι (1) Τριανταφυλλίδης (1) Τσίπρας (2) τυρκουάζ (1) υλική στέρηση (1) φεμινισμός (1) φτώχεια (1) Χατζηνικολάου (1) χορευτής (1) Χριστούγεννα (1) χωριό του Άι Βασίλη (1) ψήφος (1) AIDS (1) Barbie (1) Da Capo (1) facebook (1) gay (1) jumbo (1) LGSM (1) lifestyle (1) Matthew Warchus (1) pride (1) social media (1) tweet (1) twitter (1)

Κυριακή 9 Απριλίου 2017

ΜΑΥΡΑ ΤΕΤΡΑΔΙΑ _ ΕΝΑ ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ




Σκεφτόταν...
 
"Νιώθω όλα τα μέσα μου θρύψαλα, είμαι χαμένη, δεν έχω ιδέα πού πάω. Οι φάροι είναι για να δείχνουν τον δρόμο στα πλοία, όχι για να πέφτουν τα πλοία πάνω τους. 
 
Ένα λιμάνι για να αγκυροβολήσει ένα πλοίο, μια αγκαλιά για να κρυφτεί μια ύπαρξη. Αλλά μάλλον λάθος έκανα, καμιά ευτυχία δεν υπάρχει για μένα. Και γιατί άλλωστε, δεν μου αξίζει. Δεν μπορώ πουθενά να γυρίσω, δεν έχω πουθενά να πάω. Και ξαφνικά το μπαλκόνι φαίνεται ο πιο ελκυστικός προορισμός. Ψέματα παντού, ή μισές αλήθειες. Κι εγώ που τόλμησα να ονειρευτώ...
Θέλω να ουρλιάξω, να κλάψω δυνατά, να αφήσω τη θλίψη και τον πόνο να με εξαϋλώσουν...

 
Φοβάμαι, κρυώνω, είμαι ολομόναχη σε μια εχθρική παραλία γεμάτη άγρια βράχια. Περπατάω ξυπόλητη πάνω σε αιχμηρές πέτρες, τα πόδια μου είναι καταματωμένα, σε λίγο θα σωριαστώ κάτω και δεν θα σηκωθώ ποτέ ξανά. Κι αν είμαι τυχερή όπως η Ζωή, θα με καταπιεί η παλίρροια. Δεν έχω καρδιά πια, λες και την έσπασαν αφού πρώτα τη γέμισαν καρφιά. Όλη μου η δύναμη είναι αυτό που γράφω, η μόνη βοήθεια για να μη βουλιάξω..."

Τα θεμέλια του χρόνου συνθλίβονται σε ένα κλάσμα δευτερολέπτου και σε μια αιωνιότητα.
Βγαίνει στο δρόμο, όχι για να παίξει, ποτέ δεν έπαιζε στο δρόμο. Έτσι κι αλλιώς ο δρόμος είναι άδειος από παιδιά, έρημος. Καρφώνει το βλέμμα της στην ευθεία, προσπαθεί να διακρίνει πού τελειώνει ο δρόμος. "Θα περπατήσω και θα το βρω το τέλος", σκέφτεται. 


Νομίζει πως διακρίνει μια σιλουέτα που έρχεται προς το μέρος της. Ανοίγει το βήμα της. Δεν ξέρει γιατί, αλλά βιάζεται να την συναντήσει. Περνάει από δίπλα της. Είναι μια γυναίκα, ψηλή, υπερβολικά αδύνατη, αποστεωμένη σχεδόν. Έχει μαύρα μακριά μαλλιά, μάτια τεράστια σε κόγχες βαθουλωμένες, το στόμα της μια λεπτή κόκκινη γραμμή πάνω στο ανέκφραστο πρόσωπό της.  Η γυναίκα αδιάφορη την προσπερνάει, η μικρή όμως γυρίζει και τρέχει ξοπίσω της. "Μια τσιγγάνα", σκέφτεται. Μέσα της ίσως και να ξέρει ότι αυτή η γυναίκα δεν είναι βέβαια τσιγγάνα, μα δεν τη νοιάζει, δεν θέλει να το πιστέψει. Θέλει να μάθει, πρέπει να μάθει. 


"Εεειι... περίμενε!" Η γυναίκα γυρνάει. Το κορίτσι ασυναίσθητα κάνει ένα βήμα πίσω. Όχι γιατί η όψη της γυναίκας είναι αποκρουστική, αλλά γιατί είναι παραπάνω αληθινή απ' όσο μπορεί να αντέξει κανείς. Ίσως τελικά δεν ήταν καλή ιδέα να την κυνηγήσει. Κανείς δεν την υποχρεώνει βέβαια να μείνει εκεί. Παιδί είναι, μπορεί να έκανε λάθος. Το βλέμμα της γυναίκας όμως, αιχμηρό, σπαθί που πέφτει πάνω σε κάθε δικαιολογία και την κόβει στα δύο, δεν αφήνει περιθώρια για παιδικά λάθη. Η μικρή μηχανικά βάζει το χέρι της στην τσέπη της, βγάζει κάτι κέρματα και τα δείχνει στη γυναίκα: "Θα μου πεις;" Η γυναίκα μένει σιωπηλή. "Θα μου πεις;"

«Κράτησε τα κέρματά σου, μικρή. Θα τα χρειαστείς αργότερα... Ένα κέρμα για να το πετάξεις σε ένα πηγάδι μαζί με μια ευχή, ένα για να το παίξεις κορώνα-γράμματα. Κι ένα κέρμα για τον Βαρκάρη." 

Το κορίτσι αλαφιασμένο εισβάλλει στο δωμάτιο. Ανοίγει ντουλάπες, ψάχνει συρτάρια. 
"Τι γυρεύεις;" 
"Σφαίρες." 
"Τι τις θες;" 
"Να σκοτώνω κάθε τελευταία ελπίδα."
 
Η γιαγιά δεν σηκώνει τα μάτια από το βελονάκι της, νομίζεις πως ούτε καν άκουσε τι είπες. "Μια ψυχή χωρίς καμιά άμυνα γίνεται πληγή με το παραμικρό, ακόμα και για μια φευγαλέα ματιά που περίμενε και δεν έπεσε πάνω της. Γίνεται πληγή και αργοπεθαίνει κάθε στιγμή γιατί είναι αδύναμη, εντελώς ανήμπορη.
 
Κι όλοι νομίζουν πως τα έχεις όλα κι από εγωισμό και κακό χαρακτήρα δεν σου φτάνουν. Κι αυτό που δεν κατάλαβε ποτέ κανείς είναι ότι το μόνο που ήθελες ήταν να γαντζωθείς σε ένα χέρι για να πάψεις να φοβάσαι, για να μην είσαι πια μόνη σ' εκείνο το σκοτεινό δωμάτιο. Ουρλιάζει το μέσα σου μα κανείς δεν το ακούει.  Κι είναι που οι ψυχές δεν ανασταίνονται σ' αυτόν τον κόσμο, σ' ετούτη τη ζωή... 

Σφαίρες γυρεύεις, μα γιατί να πυροβολήσεις έναν νεκρό;"