Ετικέτες

80's (1) αγανακτισμένοι (1) ανθρακωρύχοι (1) απεργία (1) απολιτικ (1) Αρκετά Καλός (1) Βαρουφάκης (1) Βενιζέλος (1) γάμος (1) γλυκά (1) γλώσσα (1) διήγημα (1) εκλογές 2015 (2) εξουσία (1) επαίτες (1) επιβάτες (1) επιστολή (1) Ζωή Κωνσταντοπούλου (1) ηλεκτρικός (3) θαυμάζω (1) θηλυκότητα (1) καθρέφτης (1) Καλλιθέα (1) κιλά (1) ΚΚΕ (1) κράζω (1) κρίση (1) κυβέρνηση (2) Κύριος (1) Λάλας (1) μάγος (1) μαντήλα (1) Μεγάλη Βρετανία (1) Μέρκελ (1) μέσα κοινωνικής δικτύωσης (1) Μοναστηράκι (2) Μουσουλμανισμός (1) μπούργκα (1) ναρκωτικά (1) ΝΔ (1) Παπαδιαμάντης (1) παραμύθι (2) ΠΑΣΟΚ (1) Πλατεία Δαβάκη (1) πολιτικά ορθό (1) πολιτική ορθότητα (1) ΠΟΤΑΜΙ (1) πρίζα (1) πρωθυπουργός (1) Ρωξάνη (1) Σαμαράς (2) σπολλάτη. παιδιά (1) Σταχτομπούτα (1) ΣΧΕΣΕΙΣ (1) σχέσεις (1) ταινία (1) Ταύρος (2) Τέλειος (1) Τζήμερος (1) τραπέζι (1) Τριανταφυλλίδης (1) Τσίπρας (2) τυρκουάζ (1) υλική στέρηση (1) φεμινισμός (1) φτώχεια (1) Χατζηνικολάου (1) χορευτής (1) Χριστούγεννα (1) χωριό του Άι Βασίλη (1) ψήφος (1) AIDS (1) Barbie (1) Da Capo (1) facebook (1) gay (1) jumbo (1) LGSM (1) lifestyle (1) Matthew Warchus (1) pride (1) social media (1) tweet (1) twitter (1)

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

ΚΥΑΝΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ: Ένα Παραμύθι σε Πρόβα Μέρος 1ο









Τι θα γινόταν αν μια μέρα ξαφνικά έσπαγαν όλοι οι καθρέφτες της γης, μαζί και ταυτόχρονα; Αν με έναν κακό μαγικό τρόπο, γίνονταν θρύψαλλα καθρέφτες και καθρεφτάκια; Αν με μια κίνηση χάνονταν από τον κόσμο ο αντικατοπτρισμός και το καθρέφτισμα; Αν ένας σπασμένος καθρέφτης φέρνει επτά χρόνια γρουσουζιά, πόσα χρόνια γρουσουζιάς θα έφερναν σπασμένοι όλοι οι καθρέφτες του κόσμου; Μήπως αιώνια; Και πώς θα ήταν ένας κόσμος που δεν θα είχε πού να αντικρύσει το είδωλό του; Κι αν εκτός απ’ όλα αυτά, μαζί με τους καθρέφτες χανόταν μια για πάντα το καθρέφτισμα στα νερά της θάλασσας και των ποταμών; Αν κάθε έννοια διαφάνειας βούλιαζε για πάντα μέσα σε κομμάτια γυαλιά και πηχτή λάσπη; Θα ήταν αλήθεια ένας παράξενος, άσχημος κόσμος, χωρίς φως. Καμιά ομορφιά δεν θα μπορούσε να χαρεί τον εαυτό της και καμιά ασχήμια δεν θα μπορούσε να διορθωθεί. Μα αυτό δε θα’ ταν όλο. Το φως του ήλιου δεν θα μπορούσε να διαπεράσει τα νερά των θαλασσών και των ποταμών, κι έτσι όλη η ζωή και η ομορφιά που φωλιάζει μέσα τους θα πέθαινε. Και φυσικά, αφού όλοι οι καθρέφτες του κόσμου θα είχαν σπάσει, το σύμπαν θα βυθιζόταν σε αιώνια κακοτυχία. Όλα θα πήγαιναν στραβά και τίποτα καλό δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί. Μα ποιο κακό μυαλό θα μπορούσε, αλήθεια, να σκεφτεί κάτι τέτοιο; Κι ακόμα χειρότερα, ποιος και πώς θα μπορούσε να το πραγματοποιήσει;



Ο Κακός Μάγος Κακομούτσουνος πηγαινοερχόταν ανήσυχος μέσα στο εργαστήριό του. Ήταν, αλήθεια, πολύ κακόκεφος, κι αν κι έτσι ήταν πάντα, σήμερα ήταν πράγματι στις κακές του. « Είμαι νευριασμένος, είμαι πάρα πολύ νευριασμένος. Είμαι έξαλλος!». Κι έτσι έξαλλος καθώς ήταν, έπαιρνε μια όψη αληθινά τρομακτική. Ας τον κοιτάξουμε όμως λίγο προσεκτικά. Είναι πράγματι τόσο άσχημος όσο δηλώνει και το όνομά του; Εξ άλλου όλοι οι κακοί μάγοι είναι συνήθως άσχημοι, με μακρυά, αραιά μαλλιά, σουβλερή μύτη, κίτρινα ή ακόμα χειρότερα, μαύρα πεταχτά δόντια, βρώμικα και γαμψά νύχια. Φοράνε μαύρες ρόμπες, κελεμπίες, μπέρτες, όπως θέλετε πείτε τες. Έχουν ένα ανατριχιαστικό γέλιο και μονίμως δουλεύουν για το κακό των άλλων. Στήνουν παγίδες, τους αρέσει να ανακατεύουν τις ζωές των ανθρώπων, έχουν πάντα το νου τους στο κακό. Γι’ αυτό άλλωστε είναι και κακοί μάγοι. 

Φανταστείτε λοιπόν το δικό μας μάγο που έχει και αυτό το όνομα: Κακός Μάγος Κακομουτσουνος! Πόσο κακός μα και άσχημος πρέπει να είναι! Ή μήπως όχι; Ας τον κοιτάξουμε πιο προσεκτικά. Είναι μάλλον ψηλός και λεπτός. Όμως τα μαλλιά του δεν είναι ούτε μακρυά αλλά ούτε και αραιά. Ο Κακός Μάγος Κακομούτσουνος έχει μαύρα πυκνά μαλλιά, ως το ύψος των ώμων και πάντα τα μαζεύει χαμηλά στον αυχένα. Τα μάτια του είναι μικρά, βρίσκονται όμως σε μια διαρκή κίνηση, σα να αναζητούν κάτι γύρω του. Βέβαια, η μύτη του είναι όντως σουβλερή, όμως δεν του δίνει τρομακτική όψη. Κάθε άλλο. Όσο για τα δόντια του, αυτά λοιπόν, είναι όλα στη θέση τους, κι όχι μόνο αυτό, αλλά είναι και σε πολύ καλή κατάσταση! Ούτε κίτρινα ούτε αραιά ούτε χαλασμένα ούτε τίποτα! Μάλλον ο Μάγος μας προσέχει και πλένει τακτικά τα δόντια του! Όσο για τα ρούχα του, είναι βέβαια μαύρα, όμως δεν φοράει ρόμπα ή μπέρτα ή κάτι παρόμοιο. Φοράει ένα μαύρο παντελόνι μέσα σε γαλότζες κι ένα μαύρο πουκάμισο απ’ έξω από το παντελόνι. Κι αν ακόμα είναι ίσως νωρίς για να καταλάβουμε πόσο κακός είναι, τουλάχιστον μπορούμε να πούμε ότι δεν είναι άσχημος. Και τότε γιατί τον λέμε Κακομούτοσυνο, θα μου πείτε. Μάλλον γιατί δεν γελάει και δε χαμογελάει ποτέ. Μα ποτέ. Έχει πάντα – μα πάντα- μια όψη σκυθρωπή, σκοτεινή, κι αυτό τον κάνει να φαίνεται κακομούτσουνος. Τόση ώρα όμως τον έχουμε αφήσει μόνο μαζί με τα νεύρα του....


Ο Κακός Μάγος Κακομούτσουνος  περπατούσε πάνω κάτω μέσα στο παλιό, σκοτεινό κι ακατάστατο εργαστήριό του. Ποιο εργαστήριο, δηλαδή, περισσότερο ήταν μια παλιά ξύλινη αποθήκη, δίπλα από το εξ ίσου παμπάλαιο σπίτι του. Σπίτι κι αποθήκη, ή σπίτι κι εργαστήριο αν προτιμάτε, βρίσκονταν και τα δύο μακρυά, πολύ μακρυά από την Πολιτεία, στην εξοχή. Όχι μέσα στο δάσος, όπως συνήθως είναι τα σπίτια των μάγων, αλλά απλά στην εξοχή, μέσα σ’ ένα κτήμα που κάποτε ήταν ωραίο, μα τώρα πια απλωνόταν χορταριασμένο, αφού κανένας δεν έδειχνε να θέλει να ασχοληθεί μαζί του. Τριανταφυλλιές και γιασεμιά είχαν ξεραθεί, λεμονιές κι ακακίες είχαν καεί από το χιόνι του φετεινού χειμώνα, παντού αγριόχορτα, σκουπίδια. Αυτό που κάποτε ήταν ένας όμορφος, ολάνθιστος κήπος τώρα πια ήταν μόνο μια ασκήμια. 

Το παλιό σπίτι ήταν κι αυτό εγκαταλελειμένο, μισογκρεμισμένο, ένα ερείπιο που έχασκε μέσα στη μέση του κτήματος. Πόρτες και παράθυρα είχαν καταστραφεί προ πολλού, και μόνο ένα ξεχαρβαλωμένο παντζούρι ανοιγόκλεινε στο φύσημα του αέρα, έτοιμο κι αυτό να ξεκολλήσει τελείως από τη θέση του και να πέσει κάτω. Έπιπλα δεν υπήρχαν μέσα στο σπίτι, ή τουλάχιστον έπιπλα όπως τα ξέρουμε οι περισσότεροι άνθρωποι. Ένα μεγάλο, καρυδένιο αλλά κουτσό τραπέζι βρισκόταν στη μέση του μεγάλου δωματίου, που κάποτε θα πρέπει να ήταν τραπεζαρία, καμιά καρέκλα όμως! Αριστερά, απέναντι από το κουτσό τραπέζι, ένας καναπές με σκισμένη ταπετσαρία κι ελατήρια που ξεπετάγονταν από τα πιο απίθανα σημεία, υποδήλωνε ότι εκεί κάποτε θα πρέπει να ήταν το σαλόνι. 

Στον πάνω όροφο –γιατί το ερείπιό μας ήταν και διώροφο!- ήταν τα υπνοδωμάτια, τρία για την ακρίβεια. Τα δύο απ’ αυτά ήταν γεμάτα παλιά κι άχρηστα πράγματα.. Μέσα τους ήταν στοιβαγμένα κουρελιασμένα στρώματα, στρωσίδια κιτρινισμένα από την πολυκαιρία και σκισμένα μαξιλάρια, ενώ στο ένα απ’ αυτά μια ξύλινη ντουλάπα απλωνόταν από τη μια άκρη του τοίχου έως την άλλη, άδεια, με τα φύλλα της σπασμένα, να χάσκει ορθάνοιχτη, λες και ήταν γεμάτη έκπληξη από την ακαταστασία και την εγκατάλειψη που επικρατούσαν εδώ και χρόνια. Το μόνο που έβρισκες σίγουρα εκεί ήταν στρώματα παχιάς σκόνης και τίποτε άλλο. Και μερικές σκιές στους τοίχους, που έδειχναν ότι κάποτε κρέμονταν κάδρα εκεί. Κάποτε, εδώ και χρόνια. 

Μα πότε ήταν πια αυτό το κάποτε; Παλιά, πολύ παλιά. Και τότε ήταν όλα διαφορετικά. Κι ο Κακός Μάγος Κακομούτσουνος ήταν κάποτε διαφορετικός, μα για την ώρα ας συνεχίσουμε την περιήγησή μας στο παλιό σπίτι. Το τρίτο υπνοδωμάτιο όμως δεν έμοιαζε με τα υπόλοιπα. Όχι πως ήταν καθαρό ή τακτοποιημένο, αλλοίμονο!. Όμως ήταν γεμάτο καθρέφτες! Για την ακρίβεια καθρέφτες σκεπασμένους με παλιά και βρώμικα πανιά, κουρελιασμένα από την παλιοκαιρία. Σίγουρα, όλοι αυτοί οι καθρέφτες παλιότερα βρίσκονταν σε άλλα δωμάτια του σπιτιού, και οπωσδήποτε θα ήταν πολύ εντυπωσιακοί και μεγαλόπρεποι. Κάποιοι απ’ αυτούς ήταν βενετσιάνικοι, αληθινά έργα τέχνης, πανάκριβοι και περίτεχνα φτιαγμένοι. Όμως τώρα, ήταν απλά στοιβαγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο μέσα στο τρίτο υπνοδωμάτιο. Μονάχα ένας καθρέφτης ήταν κρεμασμένος στον τοίχο απέναντι από την πόρτα. Βέβαια ήταν κι αυτός σκεπασμένος, όπως κι οι υπόλοιποι.  Μα τι είναι αυτό κάτω από τον σκεπασμένο καθρέφτη; Ένα δρύινο π ε ν τ α κ ά θ α ρ ο μπαούλο; Ναι, ένα δρύινο πεντακάθαρο μπαούλο, χωρίς ίχνος σκόνης πάνω του! Κι ένα γυαλιστερό λουκέτο, να το κρατά κλειδωμένο. Κι εγώ ,όπως κι εσείς, θα’ θελα πάρα πολύ να μάθω τι να κρύβεται άραγε μέσα στο δρύινο μπαούλο, όμως θα πρέπει να περιμένουμε...

 «Και πού μένει ο Κακός Μάγος Κακομούτσουνος;», θα αναρωτιέστε. Δίπλα από το εργαστήριο υπήρχε ένα μικρό οίκημα, που παλιά ήταν το σπιτάκι του κηπουρού της οικογένειας του Κακομούτσουνου. Όταν όμως οι όμορφες μέρες για την οικογένεια του Κακομούτσουνου τελείωσαν κι αφού όλο το προσωπικό έφυγε, το σπιτάκι έμεινε άδειο. Και μια που ο Κακός Μάγος Κακομούτσουνος δεν ήθελε αλλά και δεν μπορούσε να μένει πια στο παλιό αρχοντικό, αποφάσισε να μείνει στο σπιτάκι δίπλα στο εργαστήριο.


Τόση ώρα όμως που σας ξεναγώ σ’ αυτό το άθλιο ερείπιο, έχουμε αφήσει μόνο του τον Κακό Μάγο Κακομούτσουνο μέσα στο εργαστήριό του. Αχ, το εργαστήριο! Μια αποθήκη, μεγάλη  μα παλιά κι αυτή. Είχε μια πόρτα ξύλινη, που όμως δεν κλείδωνε πια, ούτε καν έκλεινε καλά – καλά. Παράθυρα δεν υπήρχαν, μόνο μια τρύπα στα παλιά και φαγωμένα από τη βροχή ξύλα της οροφής, που έμοιαζε κάπως με παραθυράκι. Στη μέση του εργαστηρίου –ας το λέμε έτσι για να μην παρεξηγηθεί κι ο Κακός Μάγος Κακομούτσουνος- υπήρχε ένα μεγάλος μακρόστενος, ξύλινος πάγκος. Πάνω του μπορούσες να βρεις ο,τιδήποτε: γυάλινους σωλήνες, κανάτες, ξύλινες κουτάλες, μπρίκια, μπουκαλάκια με πολύχρωμα υγρά, πλαστελίνες! Στο πάτωμα υπήρχαν μεγάλα μπρούτζινα τσουκάλια αναποδογυρισμένα, κουβάρια σπάγγος, σκισμένα χαρτιά περιτυλίγματος, μεγάλες χαρτόκουτες. Και στις τέσσερις γωνιές του εργαστηρίου μπορούσες να βρεις πολλές σκούπες, όλων των ειδών και όλων των μεγεθών. 

«Με τόσες πολλές σκούπες εδώ μέσα αναρωτιέμαι γιατί ποτέ δεν σκουπίζουμε», έλεγε συχνά ο Κακός Μάγος Κακομούτσουνος, κυρίως όταν είχε τα νεύρα του και κοίταζε με βλοσυρό ύφος τον Παναδέξιο, το βοηθό του. Γιατί βέβαια, όπως κάθε μάγος που σέβεται τον εαυτό του, όφειλε να έχει κι έναν βοηθό. Κι αυτός ήταν ίσως ο μόνος λόγος που ο Κακός Μάγος Κακομούτσουνος κράτησε κοντά του τον Παναδέξιο, καθώς συχνά αναρωτιόταν ποια παράξενη μοίρα είχε φέρει στο κατώφλι του αυτό το απίθανο πλάσμα που είχε το μοναδικό ταλέντο να τα θαλασσώνει διαρκώς! Όμως για να λέμε και την αλήθεια, αυτό που τελικά ήξερε ο Κακός Μάγος Κακομούτσουνος και δεν τολμούσε να το ομολογήσει ούτε στον εαυτό του ήταν ότι γνώριζε πολύ καλά ποια «παράξενη μοίρα» του είχε στείλει τονΠαναδέξιο. Κι αυτή δεν ήταν άλλη από την παιδική του φίλη, τη Ρωξάνη. 

Η Ρωξάνη ζούσε στην Πολιτεία, μαζί με τους κοινούς θνητούς. Ήταν νεράιδα, αλλά νωρίς κατάλαβε ότι στις μέρες μας η ζωή είναι δύσκολη ακόμα και για τις νεράιδες. «Οι καιροί είναι δύσκολοι για τις νεράιδες», έλεγε συχνά. «Δεν βρίσκεις πια ένα ρόλο της προκοπής σ’ ένα καλό παραμύθι. Οι ήρωες παλιότερα μπορεί βέβαια να ήταν χάρτινοι, μα σήμερα είναι σχεδόν όλοι μηχανοκίνητοι. Κι αλήθεια, πόσο σαχλή θα φάνταζα, με τα αραχνοϋφαντα φουστανάκια μου, τα διάφανα φτεράκια μου και το γυάλινο ραβδάκι μου δίπλα σε τεράστιους, χοντροκομμένους, ατσάλινους υπερήρωες που ξερνούν φωτιά και μάχονται αδιάκοπα ο ένας τον άλλο; Όχι, δεν μπορώ, δεν μου ταιριάζει».

 Η Ρωξάνη όμως εκτός από νεράιδα ήταν και η χαρά της ζωής, ένα καλόκαρδο κι ανοιχτόκαρδο πλάσμα που ήθελε πάντα να σκορπά γύρω της τη χαρά, να δίνει ελπίδα. Αυτός άλλωστε ήταν κι ο ρόλος της μέσα στα παραμύθια, έτσι δεν είναι; Αφού όμως ένιωσε πως τα σύγχρονα παραμύθια δεν ήταν πια γι’ αυτήν,  επέλεξε να ζήσει μέσα στον κόσμο των ανθρώπων, των κοινών θνητών. Ήξερε όμως πως αυτή η επιλογή της σήμαινε ότι θα έπρεπε να παραδώσει και το μαγικό γυάλινο ραβδάκι της στη Βασίλισσα Νεράιδα. «Επιτέλους», έλεγε συχνά η Ρωξάνη «τώρα θα μπορώ όταν βλέπω μια κολοκύθα να την κάνω κολοκυθόπιτα κι όχι άμαξα! Κι ακόμα,όποιος βάτραχος με συναντάει δε θα μου ζητάει πια να τον μεταμορφώσω σε πρίγκηπα!».

 Αυτό που της κακοφάνηκε λίγο βέβαια ήταν ότι έπρεπε να παραδώσει και τα διάφανα φτεράκια της. «Τώρα θα πρέπει να μετακινούμαι όπως όλοι οι κοινοί θνητοί», αναλογίστηκε και αυτό δεν της άρεσε ιδιαίτερα, καθώς αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να μπλέκεται μέσα στην κίνηση! «Από την άλλη όμως», παρατήρησε «θα μπορώ κι εγώ πλέον να καθυστερώ στα ραντεβού μου και να έχω πάντα μια καλή διακαιολογία γι’ αυτό!». Η Ρωξάνη μπορούσε σε κάθε τι να βλέπει και τη θετική του πλευρά, όπως καταλαβαίνετε.


«Και τι θα κάνεις τώρα;», τη ρώτησε η Βασίλισσα  Νεράιδα, που ήταν και νονά της. Η Ρωξάνη κοντοστάθηκε για λίγο. «Χμ, αυτό θα πρέπει να το σκεφτώ…» Κι έπειτα από λίγο, φώναξε: «Ό, τι έκανα και πριν!» «Ρωξάννη, μην αστειεύεσαι με όλα επιτέλους! Δεν μπορείς να κάνεις ό, τι έκανες και πριν! Δεν είσαι πια νεράιδα, δεν έχεις ραβδάκι, τίποτα δεν είναι όπως πριν!» «Κι όμως, για σκέψου, τίποτα δεν άλλαξε, εκτός από το ραβδάκι, που οφείλω, βέβαια, να ομολογήσω ότι έκανε τα πράγματα πιο γρήγορα… Αλλά πάλι, ποιος λέει πως ό, τι καλό πρέπει να γίνεται και γρήγορα; Θέλω να πω, πως ο ρόλος μου ήταν να κάνω τη ζωή των άλλων πιο όμορφη, όχι; Να τους δίνω λύσεις, να βοηθάω, ε;» «Μη μου κάνεις μάθημα για το ποιος είναι ο ρόλος της Νεράιδας, Ρωξάνη! Εγώ τον έφτιαξα!» «Ναι, το ξέρω, νονά μου. Αυτό που θέλω να πω εγώ είναι ότι θα εξακολουθώ να βοηθάω τους άλλος, απλά χωρίς ραβδάκι! Θα τους βοηθάω να κάνουν τη ζωή τους πιο όμορφη, ίσως όχι με τόσο πολύπλοκους τρόπους όπως μια νεράιδα, αλλά θα τους βοηθάω. Θυμάσαι πόσες φορές όταν ήμουν μικρή πήγαινα να συναντήσω τους φίλους μου κι άφηνα στο σπίτι τα φτερά και το ραβδί μου;» «Το έκανες σχεδόν κάθε μέρα» «Πολύ σωστά. Μήπως θυμάσαι κάθε πότε επέστρεφα, αφήνοντας στη μέση το παιχνίδι μου, για να πάρω φτερά και ραβδί και να πραγματοποιήσω μια ευχή ενός φίλου, ενός γείτονα, ακόμα κι ενός περαστικού;» «Κάθε φορά.» «Τι σημαίνει αυτό, λοιπόν, νονά;» «Ότι χρειάζεσαι ραβδάκι και φτερά για να βοηθάς τους άλλους;», απάντησε η Βασίλισσα Νεράιδα, με ένα χαμόγελο που έκρυβε μέσα του ένα μικρό ίχνος υπεροχής καθώς πίστευε ότι η Ρωξάνη είχε παγιδευτεί μέσα στο ίδιο της το επιχείρημα κι αργά η γρήγορα θα άλλαζε γνώμη. 

«Όχι, νονά!» Η απότομη απάντηση της Ρωξάνης έσβησε το χαμόγελο της Βασίλισσας Νεράιδας. Τώρα η Ρωξάνη είχε σηκωθεί, στεκόταν μέσα στη μέση του δωματίου και κοιτώντας κατάματα τη νονά της, είπε: «Δεν είναι ούτε τα φτερά ούτε το ραβδί που σε κάνουν νεράιδα. Η καρδιά σου είναι.» Πλησίασε τη Βασίλισσα Νεράιδα και μαλακώνοντας το ύφος της συνέχισε. «Εσύ μου το έμαθες αυτό, νονά. Το πιο ισχυρό όπλο μιας νεράιδας είναι η αγάπη της για τους άλλους και η θέλησή της να τους βοηθήσει.» Η Βασίλισσα Νεράιδα ήξερε πως η Ρωξάνη είχε δίκιο κι όσο κι αν τη στενοχωρούσε το γεγονός ότι η βαφτισιμιά της είχε παραδώσει τα επίσημα σύμβολα του νεραϊδόκοσμου, βαθιά μέσα της χαιρόταν, γιατί η Ρωξάνη είχε μια μεγάλη αγνή καρδιά. «Είμαι πολύ περήφανη για σένα.» Το πρόσωπο της Ρωξάνης φωτίστηκε.


 «Λοιπόν, για πες μου. Το επαγγελματικό σου σχέδιο  είναι ότι θα ακούς τα προβλήματά τους και θα τους δίνεις συμβουλές;» «Κατά κάποιο τρόπο, ναι.» «Και θα παίρνεις χρήματα γι’ αυτό;» Η ερώτηση της Βασίλισσας-Νεράιδας  έμοιαζε πιο πολύ με σπρωξιά που ανάγκασε τη Ρωξάνη να κάνει ένα βήμα πίσω. Να παίρνει χρήματα; Αυτό ήταν κάτι που δεν το είχε σκεφτεί. Μέχρι σήμερα πρόσφερε πάντα και σε όλους τη βοήθειά της χωρίς δεύτερη σκέψη και φυσικά χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Έκατσε σε μια καρέκλα χωρίς να πει τίποτα. Γύρισε προς τη νονά της. «Μα γιατί να παίρνω χρήματα;» Η Βασίλισσα-Νεράιδα ανασήκωσε τους ώμους της. «Γιατί έτσι λειτουργεί η κοινωνία των ανθρώπων. Παρέχεις μια υπηρεσία, θα πρέπει να πληρωθείς. Έπειτα, ξέρεις πόσο παράξενο θα τους φανεί να εμφανιστεί κάποιος που προσφέρεται αφιλοκερδώς κι ανιδιοτελώς να τους βοηθήσει; Θα αναρωτιούνται διαρκώς για ποιο λόγο το κάνεις, ποιο είναι το κρυμμένο σου κίνητρο. Ενώ αν έχεις ορίσει ένα αντίτιμο για τις υπηρεσίες σου, αυτό τα τακτοποιεί όλα.» Η Ρωξάνη κούνησε το κεφάλι της. «Και η καλή πρόθεση, η καλή προαίρεση που μπορεί να έχει κάποιος μέσα του για να βοηθήσει τους άλλους;» Η Βασίλισσα Νεράιδα της χαμογέλασε με μια μικρή πικρία. «Η καλή προαίρεση δεν μπορεί να μετρηθεί. Ένα χρηματικό ποσό όμως το κατανοούν όλοι.» «Παράξενος κόσμος», απάντησε η Ρωξάνη. «Έλα, μη συννεφιάζεις, θα βρεις κάτι να κάνεις.»

 Η Ρωξάνη καθόταν αμίλητη. Η νονά της όμως ήταν η Βασίλισσα –Νεράιδα, μην το ξεχνάμε… Κι έτσι, μετά από λίγο, της είπε δήθεν αδιάφορα: «Δε μου λες, νομίζεις ότι θα μπορούσες να βοηθήσεις την κόρη μιας γνωστής μου να ετοιμάσει το γάμο της; Θέλει να κάνει μια μεγάλη δεξίωση και η καημένη έχει πελαγώσει! Τι λες; Έχεις και το γούστο και το οργανωτικό πνεύμα!» Η Ρωξάνη την κοίταξε με μια εύθυμη απορία. «Να διοργανώσω ένα γάμο;! Πώς σου ήρθε;» «Γιατί όχι; Θα έχεις την ευκαιρία να διαλέξεις χρώματα, υφάσματα, λουλούδια, φορέματα, λιχουδιές, μουσική! Κι έπειτα… η προετοιμασία ενός γάμου συνήθως είναι μια διαδικασία εναλλασσόμενης χαρμολύπης: όλοι είναι χαρούμενοι αλλά και όλοι έχουν νεύρα, όλοι θέλουν να συμμετέχουν αλλά και όλοι διαφωνούν. Εσύ όμως θα μπορείς, όσο θα διαλέγεις τραπεζομάντηλα και ανθοστολισμούς, να αφουγκράζεσαι όλους αυτούς τους ανθρώπους και με τον δικό σου τρόπο να εξομαλύνεις τις αντιθέσεις, να γεφυρώνεις τις διαφορές, να καταλαγιάζεις τις ανησυχίες και τα άγχη. Θα πληρώνεσαι για το οργανωτικό κομμάτι, θα παρέχεις όμως όλη την ψυχολογική στήριξη εντελώς αφιλοκερδώς! Κι έτσι, όλοι κερδίζουν!», είπε η Βασίλισσα Νεράιδα κλείνοντας το μάτι στη Ρωξάνη.

Συνεχίζεται...