Ετικέτες

80's (1) αγανακτισμένοι (1) ανθρακωρύχοι (1) απεργία (1) απολιτικ (1) Αρκετά Καλός (1) Βαρουφάκης (1) Βενιζέλος (1) γάμος (1) γλυκά (1) γλώσσα (1) διήγημα (1) εκλογές 2015 (2) εξουσία (1) επαίτες (1) επιβάτες (1) επιστολή (1) Ζωή Κωνσταντοπούλου (1) ηλεκτρικός (3) θαυμάζω (1) θηλυκότητα (1) καθρέφτης (1) Καλλιθέα (1) κιλά (1) ΚΚΕ (1) κράζω (1) κρίση (1) κυβέρνηση (2) Κύριος (1) Λάλας (1) μάγος (1) μαντήλα (1) Μεγάλη Βρετανία (1) Μέρκελ (1) μέσα κοινωνικής δικτύωσης (1) Μοναστηράκι (2) Μουσουλμανισμός (1) μπούργκα (1) ναρκωτικά (1) ΝΔ (1) Παπαδιαμάντης (1) παραμύθι (2) ΠΑΣΟΚ (1) Πλατεία Δαβάκη (1) πολιτικά ορθό (1) πολιτική ορθότητα (1) ΠΟΤΑΜΙ (1) πρίζα (1) πρωθυπουργός (1) Ρωξάνη (1) Σαμαράς (2) σπολλάτη. παιδιά (1) Σταχτομπούτα (1) ΣΧΕΣΕΙΣ (1) σχέσεις (1) ταινία (1) Ταύρος (2) Τέλειος (1) Τζήμερος (1) τραπέζι (1) Τριανταφυλλίδης (1) Τσίπρας (2) τυρκουάζ (1) υλική στέρηση (1) φεμινισμός (1) φτώχεια (1) Χατζηνικολάου (1) χορευτής (1) Χριστούγεννα (1) χωριό του Άι Βασίλη (1) ψήφος (1) AIDS (1) Barbie (1) Da Capo (1) facebook (1) gay (1) jumbo (1) LGSM (1) lifestyle (1) Matthew Warchus (1) pride (1) social media (1) tweet (1) twitter (1)

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

ΕΣΥ, ΤΙ ΕΓΙΝΕΣ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΕΣ; Vol.2 "ΔΙΝΗ"






 ΕΣΥ, ΤΙ ΕΓΙΝΕΣ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΕΣ; Vol.2 "ΔΙΝΗ"

Το ήξερε πως ο Μάξιμος είχε, για άλλη μια φορά, δίκιο. Ο μοναδικός λόγος που τόση ώρα έμενε σε αυτήν την παραλία ήταν γιατί ήθελε να είναι εκεί, μαζί του. 

"Ο μόνος που θες να ακούς, ο μόνος που θες να βλέπεις."


Ο γίγαντας σηκώθηκε και για μια φορά ακόμα της πρότεινε το χέρι του. Η Ζωή είχε καταλάβει πως ποτέ δεν θα της έδινε το μπράτσο του, ήταν ένα παιδί για κείνον, αλλά τώρα πια δεν την πείραζε. Ίσως και να την ευχαριστούσε…


«Πού θα πάμε;»


«Μακριά»


Τον κοίταξε απορημένη. Κάποτε, χρόνια πριν, σε ένα λιβάδι, κάτω από το φως ενός αιώνιου μεσημεριού, πεισματικά αρνιόταν να  πάρει μαζί της οποιαδήποτε αποσκευή. Δεν είχε πράγματα τότε κι ούτε και ήθελε. Τώρα όμως, τα χρειαζόταν…


«Δεν έχω τίποτα μαζί μου», ψέλλισε.


«Φορέματα θα πάρουμε καινούργια». Μα η Ζωή δεν είχε στο μυαλό της τα φουστάνια…


«Ό, τι άλλο χρειάζεσαι, είναι εδώ», έκανε ο Μάξιμος κι έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού του ένα μικρό κόκκινο σκουφί. Τον κοίταξε έντρομη σχεδόν.


«Πού το βρήκες αυτό;»

«Πάντα εγώ το είχα.»


Νοσταλγούμε με δύναμη ό, τι φοβόμαστε βαθιά και γι’ αυτό με επιμέλεια το αποφεύγουμε. Τακτοποιούμε με περίσσια τάξη όλο τον μικρόκοσμό μας μέσα σε κουτάκια και τις νύχτες κοιμόμαστε ήσυχοι γιατί κι αύριο το πρωί θα έχουμε ξανά, εμείς, τον έλεγχο σε όλα. Πάντα όμως θα υπάρχει αυτό το κομματάκι που σε κανένα κουτί δε χώρεσε, κι ας είναι μια σταλιά. Γιατί αυτό το κομματάκι κάνει πάντα του κεφαλιού του, έρχεται και θέλει να πιάσει κουβέντα όποτε του κάνει κέφι.


Μήνες, ίσως και χρόνια, αυτό το μικρό κομματάκι ερχόταν και την τυραννούσε. Πάσχιζε να βγει στην επιφάνεια, να αναπνεύσει τον αέρα που δικαιωματικά του ανήκε. Και τώρα, να, έστεκε εκεί μπροστά της.

Η ψυχή της ήταν βαριά, το Συμβούλιο των Σοφών της το είχε πει ξεκάθαρα: όλοι θα είναι πολύ καλύτερα χωρίς εσένα. Ήταν όμως αληθινά παράξενο πώς αυτό το κομματάκι ζύγιζε πολύ περισσότερο απ’ όλο το βάρος που εδώ και καιρό ένιωθε πως κουβαλούσε.

Η Ζωή δεν επέστρεψε στο παλάτι εκείνη τη νύχτα.  
Ξέχασε και το Συμβούλιο των Σοφών, και την αγωνία της για το αύριο της Αυλής και την Αυλή ολόκληρη. Για την ακρίβεια, έκανε πάρα πολύ καιρό να επιστρέψει... 

Η Αυλή το πήρε απόφαση ότι η μικρή της πριγκίπισσα δεν της ανήκε πια. Έκλεισε πίσω της την πόρτα διακριτικά, χωρίς θόρυβο, ακριβώς όπως ταιριάζει σε περιστάσεις θλιβερές που τις διαχειρίζονται όμως άνθρωποι χαμηλών τόνων και με καλούς τρόπους.

Συνεχίζεται...