ΕΣΥ, ΤΙ ΕΓΙΝΕΣ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΕΣ; Vol.2 "ΕΡΩΣ - ΘΑΝΑΤΟΣ"
Σε ένα λιβάδι καταδικασμένο σε ένα αιώνιο ανοιξιάτικο μεσημέρι ένα μικρό κορίτσι πηγαινοέρχεται ανάστατο. Είναι παιδί και δεν ξέρει, αλλά τα παιδιά ό, τι τους λείπει σε γνώση το αναπληρώνουν σε ένστικτο. Και το παιδικό της ένστικτο της έλεγε πως ο κίνδυνος είχε ξετρυπώσει από τη φωλιά του. Κοιτούσε και ξανακοιτούσε μέσα στο σεντούκι. Γοβάκια, μήλα, όλα εκεί, μα πουθενά το κόκκινο σκουφί. "Γιατί έπρεπε να διαλέξεις αυτό το παραμύθι, Ζωή;"
Μεθύσι, άγνοια κινδύνου, μια ηθελημένη άνευ όρων παράδοση στην καταστροφή, όλα τα έβλεπε η Ζωή, πώς όχι; Μα ο λύκος ξαφνικά γινόταν ακαταμάχητος, ήταν ό, τι μπορούσε να δει, ό, τι ήθελε να έχει. Κι ας αναρωτιόταν συχνά ποιος ήταν.
"Κάποιος που σε γνωρίζει λίγο, αλλά σε ξέρει πολύ. Αυτός που φοβάσαι και γι' αυτό εδώ και χρόνια αποφεύγεις να τον συναντήσεις. Κι όμως, το μόνο που ονειρευόσουν ήταν να τον βρεις."
"Κλείνω τα μάτια μου, σε βλέπω, τα ανοίγω, είσαι μπροστά μου."
"Γιατί δε λες ακριβώς αυτό που νιώθεις;"
"Σ' αγαπώ."
Φτάνει μια λέξη για να παραδώσεις σε έναν μόνο άνθρωπο τα γυάλινα γοβάκια, τα μήλα τα γεμάτα φαρμάκι, τα κόκκινα σκουφιά, όλα τα φιλιά, να του ανοίξεις διάπλατα την πόρτα στους πιο κρυφούς σου φόβους, να τον αφήσεις να δει γυμνά τα πιο προσωπικά σου όνειρα.
Κι έπειτα έγιαν όλα σα μια τσουλήθρα, αβίαστα η Ζωή κατρακυλούσε πάνω της. Και πίστεψε πως αφού διάπλατα άνοιξε την πόρτα στο λύκο, δεν κινδύνευε πια από αυτόν.
Ό, τι μας φαντάζει άπιαστο όνειρο μπορεί να γίνει μια γλυκιά πληγή, αλλά την ώρα που αγκαλιάζουμε το φόβο μας, μόνο τις πληγές δεν σκεφτόμαστε.
Κι έτσι η Ζωή γύρισε τον κόσμο όλο πάντα κρατώντας το χέρι του γίγαντα.
Αλλά ακόμα κι ο γύρος του κόσμου έχει ένα τέλος. Και δεν ήταν η Ζωή αυτή που θα το απόφάσιζε.
Συνεχίζεται...