ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ - Ο ΗΡΩΑΣ ΜΟΥ
Πού πάνε οι προσευχές όταν φεύγουν από τα χείλη μας;
Ραγίζουν τα είδωλα μέσα στον καθρέφτη κι όμως αυτός παραμένει ατόφιος, κι έτσι ξεκάθαρα να φαίνονται όλα τα σπασμένα χαμόγελα και οι σπασμένες ψυχές. Τα φαντάσματα σκιές δεν έχουν, να όμως που σαν σκιά σε κυνηγάνε. Δεν είναι δικά σου, δεν τα φώναξες εσύ εδώ, αλλά αυτά τρύπωσαν στο σπίτι σου. Πνίγεσαι μέσα στην ίδια σου την αλήθεια, δεν την αντέχεις άλλο, αλλά θα πρέπει να τη μάθεις όλη, να σου σκίσει το δέρμα, να σου κόψει το κόκκαλο.
Είναι η Μοίρα, λες; Εκεί που ποτέ δεν ζήτησες, να σου χαρίζουν, κι εκεί που περιμένεις, να σου παίρνουν τα πάντα. Δεν πέταξες ποτέ χαρταετό; Και ποιος σου φταίει που τους πέταγες στους γκρεμούς; Τα λιμάνια δεν σε θέλουν, τα καταφύγια σου κλείνουν την πόρτα, δεν το βλέπεις, δεν έχει χώρο για σένα.
Ο πληγωμένος στρατιώτης σού πετάει το βάλσαμο στα μούτρα και φεύγοντας σου μπήγει κι ένα μαχαίρι στην καρδιά. Γιατί δεν πίστεψε πως κάποιος θα μπορούσε για μια φορά να τον αγαπήσει αληθινά. Και κάποιος έπρεπε να πληρώσει και για τις δικές του τις πληγές. Μένεις πίσω εσύ, με το βάλσαμο χυμένο στο χώμα και το μαχαίρι να στρίβει μόνο του, χαράζοντας ονόματα.
Και ποιος να σε σώσει όταν ο Ήρωάς σου έγινε φονιάς σου; Μα εκείνος με έκανε να πιστέψω, θα πεις. Ήταν η απάντηση στην τελευταία, την πιο δυνατή προσευχή μου. Δεν μπορεί να είναι φονιάς. Δεν γίνεται. Ένα κακό όνειρο βλέπω, και θα ξυπνήσω. Είναι όλα στη φαντασία μου, και θα συνέλθω. Θα έρθει να με σώσει...
Μια προσευχή για κάθε νύχτα, κι η αποψινή, να θυμάσαι, ακόμα κι αν δεν το πίστεψες, ότι σ' αγάπησα πολύ...
To whom it may concern.
ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ - ΓΡΑΨΕ
Πού πηγαίνουν οι προσευχές όταν φεύγουν από τα χείλη μας;
"Γράψε", της έλεγε, "γράψε, να λυτρωθείς, να βρεις το δρόμο σου, μόνο γράψε. Γι' αυτό είσαι φτιαγμένη, αυτός ήταν ο προορισμός σου. Γράψε."
Μερικές φορές είναι πολύ αργά για να καταλάβεις ποιος ήταν ο προορισμός σου. Γιατί ίσως έφτασες κάποτε μα δεν το κατάλαβες... Και τον προσπέρασες. Κλέφτρα.
Η Αγάπη μπορεί να άργησε μια ζωή ολόκληρη, δυο ζωές. Αλλά δεν έχει ανάγκη από γέφυρες για την επιστροφή. Είναι μόνη της μια γέφυρα. Κι ακόμα κι αν υπήρξες "τυφλός, κουφός και ηλίθιος", εσύ τελικά, σαν άλλος Τειρεσίας, ήσουν που ήξερες την αλήθεια. Ακόμα κι αν την ανακάλυψες στο τέλος, Οιδίποδας πια...
Είναι φορές που καμιά προσευχή δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος της ψυχής που αγκομαχάει. Γιατί αυτός που κάποτε ζήτησε να ταξιδέψει χωρίς αποσκευές, τις κουβάλησε όλες... Το Ποτάμι του Χρόνου παίζει στο βάθος, συντροφιά σε μια αλλόκοτη διαδρομή. Υπάρχουν εαυτοί που δεν θα ξαναβρούμε ποτέ πια, πέθαναν με ό, τι ζήσαμε και πια δεν επιστρέφει. "Κι αν πια δεν έχεις τίποτα, κανέναν για να προσευχηθείς;" Ψεύτρα. "Κλείσε τα μάτια σου, αν μπορείς να ονειρευτείς, μπορείς και να προσευχηθείς."
Μια προσευχή για κάθε νύχτα, η αποψινή, να ακούω τη σκέψη σου, να διαβάζεις πίσω από τις γραμμές.
ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ
Πού πάνε οι προσευχές όταν φεύγουν απ' τα χείλη μας;
"Κι αν στην προσευχή σου θυμάσαι πάντα κάποιον που δεν είναι πια δικός, που δεν είναι πια μαζί σου; Τι πάει να πει αυτό;" "Αυτό πάει να πει πως αυτός είναι τυχερός και δεν το ξέρει κι εσύ δυστυχισμένη και το ξέρεις."
Τόσα ψέμματα είχε ακούσει και προ παντός είχε πιστέψει, κι όμως ακόμα είχε τη δύναμη, το θράσσος να προσεύχεται.
Γιατί κράτησε την Αγάπη τη δύσκολη τη ματωμένη, αυτή που δεν έρχεται από ίσιο δρόμο αλλά αγκομαχά μέσα σε στράτες δύσβατες, έχει χειρότερο εχθρό τον ίδιο της τον εαυτό, κι όμως πασχίζει να ανθίσει και να μείνει για πάντα στο κουκλόσπιτο που ποτέ δεν είχε...
Οι δείκτες στο ρολόι δεν γυρίζουν ανάποδα, τι κρίμα... Ένα παγωμένο χειμωνιάτικο βράδυ σαν το αποψινό νομίζεις πως ακόμα και η καρδιά κρύσταλλο γίνεται. Αλλά μόνο νομίζεις, γιατί η καρδιά είναι πάντα ζεστή, αίμα γεμάτη και πληγές.
Μπορεί να μην πηγαίνουν πουθενά οι προσευχές ή να χάνονται στο σύμπαν, ή να ενώνουν το χώμα με τον ουρανό.
Μια προσευχή για κάθε νύχτα, η αποψινή, να θυμόμαστε ότι κάποτε
ανασάναμε ο ένας μέσα στον άλλο.
ΚΑΝΕΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙ... ΕΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Ένα άδειο σπίτι ησυχία γεμάτο. Δεν ήταν πως έλειπαν τα πράγματα. Κάθε άλλο, όλα εκεί ήταν. Η απουσία του ενός όμως είναι αρκετή για να αδειάσουν όλα.
"Τι φοβάσαι πιο πολύ;"
"Τη στιγμή που θα σε χρειάζομαι πιο πολύ από κάθε άλλη κι εσύ δεν θα λες τίποτα."
Μια σιωπή μπορεί να είναι πιο τρομακτική από το μπαμπούλα που κρύβεται μέσα στη ντουλάπα, πιο εφιαλτική ακόμα κι από το κενό στην άκρη του γκρεμού.
Είναι όμως αληθινή, κι αυτό την κάνει ακόμα πιο αβάσταχτη. Και είναι πάντα ανισόρροπη, γιατί ο ένας μίλησε, ζήτησε. Κι ο άλλος απλά άκουσε και δεν απάντησε. Ποτέ. Και είναι μαρτυρική, γιατί αυτός που ζήτησε, περιμένει. Αιχμάλωτος μέσα στην ίδια του την αδυναμία, δέσμιος της τυφλής ελπίδας που κουβαλάει μέσα της η αγάπη, πιο παιδί κι απ' τα παιδιά που πιστεύουν στον Άγιο Βασίλη...
Θα ήταν όλα πολύ εύκολα αν μια ευχή ήταν αρκετή. Αλλά δεν είναι. Τώρα το ήξεραν και οι δύο, κι εκείνη που περίμενε κι εκείνος που ήταν οχυρωμένος στη σιωπή.
Ο γκρεμός ήταν πάντα εκεί, όλος δικός της. Με ή χωρίς χαρταετό, την περίμενε πάντα. Κοίταξε πίσω της. Κανείς. Προχώρησε με αργά βήματα. Για μια φορά ακόμα κάθησε στα χώματα, αυτή τη φορά στην άκρη του γκρεμού, με τα πόδια της να κρέμονται στο κενό. Έκλεισε τα μάτια της κι έγινε πάλι οχτώ, παιδί μόνο και ξένο, τότε όπως και τώρα. Θα φοβόταν λιγότερο αν μπορούσε να πιάσει το χέρι του, όπως της είχε πει, αλλά τώρα ήταν μόνη της, χωρίς υποσχέσεις, χωρίς ευχές. Μαζί της είχε πάρει μόνο τη σιωπή του.
Δεν έμαθε ποτέ αν πέταξε ή αν έπεσε. Όταν έφτασε στο ξέφωτο βρήκε μόνο ένα κομμάτι από το φουστάνι της πιασμένο σε ένα βράχο. Γύρισε σπίτι, έβαλε το κομμάτι ύφασμα δίπλα στην κούκλα που της είχε χαρίσει. Αν τελικά είχε πετάξει, τότε ίσως κάποιο βράδυ, μέσα στη νοσταλγία ενός ονείρου, του πιο ακριβού ονείρου της, να γύριζε. Κι αυτή τη φορά να ήθελε να χορέψει κι έπειτα να αποκοιμηθεί στην αγκαλιά του. Και τότε θα της έλεγε όσα έκρυψε μέσα στη σιωπή του και θα της έδινε την κούκλα μόνο για παιχνίδι, γιατί δεν θα την άφηνε ποτέ ξανά να κοιμηθεί μόνη της.
Αν είχε πετάξει...
ΚΑΝΕΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙ... ΕΝΑ ΣΤΟΙΧΗΜΑ
Δεν τη νοιάζει που φοράει το καλό της φουστάνι. Έχει γονατίσει μέσα στα χώματα και ψάχνει. Τα άλλα παιδιά την προσπερνάνε τρέχοντας.
"Έχασες κάτι;" Γνέφει ναι, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι της να κοιτάξει. Εξακολουθεί να ψάχνει. Τα νύχια της είναι γεμάτα χώματα, το ίδιο και το τσαλακωμένο πια φουστάνι της.
"Μα τι ψάχνεις;"
"Ένα κέρμα."
"Μα, ένα κέρμα;! Έλα, θα σου δώσω εγώ ένα κέρμα." Μόνο τότε σηκώνει το βλέμμα της. Χαμογελάει θλιμμένα στο αγόρι που εδώ και λίγη ώρα στέκεται από πάνω της.
"Σ' ευχαριστώ, αλλά δεν γίνεται, πρέπει να βρω το δικό μου. Ήταν το κέρμα της ευχής μου." Το αγόρι την κοιτάει απορημένο.
"Θες να σε βοηθήσω να ψάξουμε μαζί;"
"Όχι, δεν πειράζει. Εξ άλλου, πρέπει να πηγαίνεις... Τα άλλα παιδιά θα έχουν ήδη φτάσει, η γιορτή θα έχει αρχίσει, μην τη χάσεις..." Το αγόρι κοντοστάθηκε.
"Κι εσύ; Δεν θα έρθεις;"
"Θα έρθω, αργότερα", του απάντησε με το ίδιο θλιμμένο χαμόγελο.
Όλο το βράδυ το αγόρι κοιτούσε προς την είσοδο, περιμένοντας να μπει στη σάλα ένα κορίτσι με χώματα στα νύχια και τσαλακωμένο φουστάνι...
"Δεν έχω μια ευχή, δεν το βλέπεις; Είχα το κέρμα μου και το έχασα..."
Είχε καθίσει πάλι μέσα στα χώματα, ξανά χωρίς κέρμα...
Έκατσε δίπλα της και την πήρε αγκαλιά. Ήταν πολύ πιο δυνατός από εκείνη κι όσο την κρατούσε, ήξερε πως δεν μπορούσε να του γλυστρήσει στον γκρεμό. Κι οι δυο το ήξεραν αυτό.
"Δεν χρειάζεσαι πάντα ένα κέρμα για να κάνεις μια ευχή, μικρό." Τον κοίταξε.
"Όποια κι αν είναι η ευχή μου; Ακόμα κι αν ευχηθώ να πετάξω; Ακόμα κι αν ευχηθώ να μείνω για πάντα μαζί σου;"
"Όποια κι αν είναι η ευχή σου. Ακόμα κι αν ευχηθείς να πετάξεις, ακόμα κι αν ευχηθείς να μείνεις για πάντα μαζί μου."
"Και τι πρέπει να κάνω;"
Την έσφιξε ακόμα πιο δυνατά πάνω του.
"Να μου δώσεις το χέρι σου, ό,τι κι αν ευχηθείς."
ΚΑΝΕΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙ... ΜΙΑ ΕΥΧΗ
Μην υποτιμάς ποτέ τον θυμό, φέρνει μαζί του τη λήθη. Μια λήθη όμως ίδια μ’ αυτόν, πρόσκαιρη, επιφανειακή. Στο τέλος του δρόμου, ό,τι ένιωσες κι ο θυμός σου για λίγο έθαψε, πάλι θα αναβλύσει στην επιφάνεια. Θα αναβλύσει αυτό για να πνίξει εσένα.
"Κι αν δεν θέλω να χορέψω;"
"Τότε, θες να περπατήσεις;" και της άπλωσε ξανά το χέρι του.
Κοίταξε την άβυσσο. "Κι αν θέλω να πετάξω;"
Θα μπορούσε να της πει πως αυτό που έλεγε ήταν μια τρέλα. Θα μπορούσε να της πει πως δεν γινόταν να πετάξει. Θα μπορούσε. Αν είχε μπροστά του μια γυναίκα. Εκείνος όμως ήταν που της είχε χαρίσει μια κούκλα για να ησυχάζει τις νύχτες που τον περίμενε. Μα και σε ένα παιδί θα μπορούσε κανείς να εξηγήσει πως δεν γίνεται να πετάξει.
Έκλεισε τα μάτια του και την είδε, μόνη της στην άκρη του γκρεμού να κοιτάει τον χαρταετό της που μόλις είχε γκρεμιστεί. Κι έπειτα, πάλι μόνη της, να γυρνάει πίσω για να φτιάξει έναν καινούργιο. Ένα παιδικό όνειρο της χρωστούσε η ζωή, πώς να της το έπαιρνε τώρα μέσα από τα χέρια;
Καμιά φορά, τις περισσότερες φορές, οι λέξεις που δεν τολμάμε να πούμε έστω κι αν είναι λίγες, "μη φοβάσαι, θα σε κρατάω για πάντα" ή ακόμα και δύο, "σ' αγαπώ" είναι αρκετές για να αλλάξουν μια ζωή ολόκληρη, πιο δυνατές και από όλες τις λέξεις που θα μπορούσαμε να έχουμε πει. Γιατί διαλέξαμε άλλες κι όχι αυτές. Και η σιωπή που τις καταδικάσαμε θα επιστρέψει και θα εκδικηθεί.
Δεν είχε τολμήσει ποτέ να του πει ότι το παιδικό της όνειρο ήταν η υπόσχεση που έφερνε μαζί της η κούκλα που της χάρισε. Δεν του είπε ποτέ για τις νύχτες που έμενε ξάγρυπνη από φόβο.
"Ξεχνάς γιατί είμαι εδώ;", της απάντησε.
"Για να με φιλάς και να με φυλάς."
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
"Θα με εμποδίσεις;"
"Θα πέσω πρώτος για να σε πιάσω, αν χρειαστεί."
Του χαμογέλασε. Ποτέ πριν δεν τον είχε κοιτάξει με αυτόν τον τρόπο, με ένα βλέμμα γεμάτο γαλήνη και αγάπη.
"Αν είχα μια ευχή, θα ήταν να μείνω μαζί σου για πάντα."
"Μα έχεις μια ευχή", της είπε καταπίνοντας τον κόμπο που τον έπνιγε στο λαιμό...
ΚΑΝΕΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙ... ΒΗΜΑΤΑ
Πάλι τον γκρεμό έψαχνε. Δεν είχε μαζί της χαρταετό αυτή τη φορά και την κούκλα την είχε αφήσει πίσω. Δεν κουβαλούσε μαζί της κάτι για να πετάξει. Είχε μόνο τον εαυτό της.
Το κενό ανοιγόταν μπροστά στα πόδια της, μεγαλειώδες, αδηφάγο, θανάσιμα ελκυστικό.
Το φως της μέρας λίγο λίγο χανόταν, μα και τι σημασία είχε τι ώρα ήταν. Κάπου στον κόσμο ήταν πολύ νωρίς και κάπου αλλού πολύ αργά...
Είχε θυμώσει, πολύ. Μα όπως πάντα και πάντα, η θλίψη πιο δυνατή από το θυμό. Πιο δυνατή από την ελπίδα. Η θλίψη πιο δυνατή από όλα.
"Κι από την αγάπη;"
Δεν ήθελε να τον κοιτάξει, δεν ήθελε να τη δει να κλαίει. Για μια φορά ακόμα, δεν ηθελε να απαντήσει στην ερώτησή του. Ήταν πιο εύκολο να φύγει.
Τον
τρόμο κουβαλούσε μέσα της, πώς να του το έλεγε; Γι' αυτό δεν ήθελε να
παίρνει αγκαλιά την κούκλα... Γιατί ήξερε πως ο έρωτας θα την έτρωγε
ζωντανή... Κάθε απουσία θα την σταύρωνε. Κι όταν όλο της το αίμα θα είχε
γίνει χολή από το φόβο, δεν θα είχε κουράγιο ούτε να ανοιγοκλείσει τα
μάτια της, δεν θα είχε τη δύναμη ούτε καν να του ψιθυρίσει αυτό που
ήθελε να ουρλιάξει: "Σ' αγαπώ"...
Είχε σκοτεινιάσει πια και το κενό του γκρεμού γινόταν ένα με τον ουρανό. Πλησίασε στην άκρη. Ένα βήμα μπρος. Και μετά δύο πίσω. Κι έπειτα άλλο ένα μπροστά.
"Κάποτε συνάντησα ένα κορίτσι και του ζήτησα να χορέψουμε στην άκρη του γκρεμού. Μου είπε πως είναι επικίνδυνα αλλά της απάντησα μη φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ."
"Το κορίτσι αυτό δεν υπάρχει πια."
" Κι όμως, το βρήκα. Πάλι δίπλα σε έναν γκρεμό. Και θα ζητήσω πάλι το ίδιο πράγμα. Χορεύουμε;"
"Τότε είχε μουσική."
"Και τώρα έχει. Δως μου το χέρι σου."
"Έχω ξεχάσει τα βήματα."
"Θα μάθουμε καινούργια."
Δυο βήματα, και θα ριχνόταν στο στόμα της αβύσσου. Δυο βήματα, και θα έπεφτε στην αγκαλιά του.
Της έμενε να αποφασίσει προς τα πού θα περπατήσει...