ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΔΥΟ ΩΡΕΣ - ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟ ΣΑΡΑΚΙ
Μια ιστορία για δυο ώρες, όσο κρατάει μια μοναχική διαδρομή με το αμάξι, με συντροφιά τα ίδια τραγούδια και πάντα τις ίδιες σκέψεις. Από το σπίτι ως τη θάλασσα και μέχρι εκεί που τελειώνει η θάλασσα. Τόσο μακριά και τόσο κοντά.
Είναι κατάρα, να το ξέρεις, των άλλων τα όνειρα που κλέβεις, εφιάλτες δικοί σου να γίνονται. Και καθώς ο σταματημένος χρόνος ισοπεδώνει το παρόν, αυτοί που ήταν κάποτε δικοί, να γίνονται ξένοι.
Χιλιόμετρα διαδρομής με στάσεις, αλλά προορισμό; Ένα παιδί μόνο και μοναχικό σ' ακολουθεί παντού. Τι θες, επιτέλους; Ο χρόνος που κύλησε κι ύστερα σταμάτησε του πήρε τη φωνή. Μα αν είχε φωνή θα σου έλεγε πως αγάπη ζητούσε. Κι όταν την έβρισκε δεν ήξερε τι να την κάνει. Από τη χαρά του. Κι έτσι, σαν αδέξιο τυφλό κουτάβι, έτρεχε πάνω κάτω, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να δείξει χαρά κι ευγνωμοσύνη. Και με τσαπατσουλιά χαλούσε τα πάντα. Και κανείς δεν θέλει ένα τυφλό κουτάβι που μόνο ζημιές κάνει. Έψαχνε να βρει αυτό που του έλειπε, ή ακόμα καλύτερα, αυτό που ποτέ δεν είχε για να ξέρει τι είναι, κι όμως ήταν αυτό που σε όλη του τη ζωή ζητούσε.
Από το σπίτι ως τη θάλασσα και ως εκεί που η θάλασσα τελειώνει. Πάντα τόσο κοντά και τόσο μακριά. Ένας προορισμός εδώ γύρω, δίπλα σχεδόν. Μα για να τον βρεις, χίλιες φορές θα τον προσπεράσεις.
"Πες μου ένα παραμύθι να αποκοιμηθώ. Μια αφελή ιστορία, που όμως θα πιστέψω για να κλείσω τα μάτια και να πάψω να σκέφτομαι. Ψιθύρισέ μου μια μελωδία που θα με ησυχάσει σα νανούρισμα. Αγκάλιασέ με για να κρατήσεις μακριά μου τα άσχημα όνειρα. Σκέπασέ με με τη σκιά σου για να μην αφήνεις σκιές να με πλησιάζουν. Διώξε τον μπαμπούλα από την ντουλάπα και σκότωσε το σαράκι μέσα μου."
Χωρίς άλλη φράση.
ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ - ΕΝΑ ΒΑΓΟΝΙ
Πού πάνε οι προσευχές όταν φεύγουν από τα χείλη μας;
Σε ένα βαγόνι μόνο, που πουθενά δεν πάει, με ένα κερί αναμένο, και λίγο κρασί. Ένα κλειδί. Και μια λαχτάρα.
"Δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω και να αλλάξεις την αρχή. Μπορείς όμως να αρχίσεις εδώ που είσαι και να αλλάξεις το τέλος".
Υπάρχουν πράγματα που σου κάνουν κακό, μα συνεχίζεις να τα κάνεις. Κι όσο πληγώνεσαι, τόσο ανοίγεις κι άλλο την πληγή. Επιμονή και συνέπεια στο λάθος. Η ψυχή πάνω στη θλίψη δεμένη με αλυσίδες.
Μια ανάγκη, η αλήθεια να είναι άλλη από αυτή που σε κυκλώνει τις νύχτες που μένεις ξάγρυπνη.
Δεν είναι επιλογή ούτε η χαρά ούτε η λύπη. Συναισθήματα είναι. Κανείς δεν μπορεί να επιλέξει τι νιώθει.
Θα ήθελα να ήμουν, αλλά δεν υπήρξα, θα ήθελα να είμαι, αλλά δεν μπορώ, θα ήθελα να γίνω, αλλά δεν γίνεται. Ένα κλειδί, αλλά ο ένας νιώθει κι ο άλλος σκέφτεται.
Μια προσευχή για κάθε νύχτα, η αποψινή, να αλλάξεις το τέλος.
ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ - Ο ΗΡΩΑΣ ΜΟΥ
Πού πάνε οι προσευχές όταν φεύγουν από τα χείλη μας;
Ραγίζουν τα είδωλα μέσα στον καθρέφτη κι όμως αυτός παραμένει ατόφιος, κι έτσι ξεκάθαρα να φαίνονται όλα τα σπασμένα χαμόγελα και οι σπασμένες ψυχές. Τα φαντάσματα σκιές δεν έχουν, να όμως που σαν σκιά σε κυνηγάνε. Δεν είναι δικά σου, δεν τα φώναξες εσύ εδώ, αλλά αυτά τρύπωσαν στο σπίτι σου. Πνίγεσαι μέσα στην ίδια σου την αλήθεια, δεν την αντέχεις άλλο, αλλά θα πρέπει να τη μάθεις όλη, να σου σκίσει το δέρμα, να σου κόψει το κόκκαλο.
Είναι η Μοίρα, λες; Εκεί που ποτέ δεν ζήτησες, να σου χαρίζουν, κι εκεί που περιμένεις, να σου παίρνουν τα πάντα. Δεν πέταξες ποτέ χαρταετό; Και ποιος σου φταίει που τους πέταγες στους γκρεμούς; Τα λιμάνια δεν σε θέλουν, τα καταφύγια σου κλείνουν την πόρτα, δεν το βλέπεις, δεν έχει χώρο για σένα.
Ο πληγωμένος στρατιώτης σού πετάει το βάλσαμο στα μούτρα και φεύγοντας σου μπήγει κι ένα μαχαίρι στην καρδιά. Γιατί δεν πίστεψε πως κάποιος θα μπορούσε για μια φορά να τον αγαπήσει αληθινά. Και κάποιος έπρεπε να πληρώσει και για τις δικές του τις πληγές. Μένεις πίσω εσύ, με το βάλσαμο χυμένο στο χώμα και το μαχαίρι να στρίβει μόνο του, χαράζοντας ονόματα.
Και ποιος να σε σώσει όταν ο Ήρωάς σου έγινε φονιάς σου; Μα εκείνος με έκανε να πιστέψω, θα πεις. Ήταν η απάντηση στην τελευταία, την πιο δυνατή προσευχή μου. Δεν μπορεί να είναι φονιάς. Δεν γίνεται. Ένα κακό όνειρο βλέπω, και θα ξυπνήσω. Είναι όλα στη φαντασία μου, και θα συνέλθω. Θα έρθει να με σώσει...
Μια προσευχή για κάθε νύχτα, κι η αποψινή, να θυμάσαι, ακόμα κι αν δεν το πίστεψες, ότι σ' αγάπησα πολύ...
To whom it may concern.
ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ - ΓΡΑΨΕ
Πού πηγαίνουν οι προσευχές όταν φεύγουν από τα χείλη μας;
"Γράψε", της έλεγε, "γράψε, να λυτρωθείς, να βρεις το δρόμο σου, μόνο γράψε. Γι' αυτό είσαι φτιαγμένη, αυτός ήταν ο προορισμός σου. Γράψε."
Μερικές φορές είναι πολύ αργά για να καταλάβεις ποιος ήταν ο προορισμός σου. Γιατί ίσως έφτασες κάποτε μα δεν το κατάλαβες... Και τον προσπέρασες. Κλέφτρα.
Η Αγάπη μπορεί να άργησε μια ζωή ολόκληρη, δυο ζωές. Αλλά δεν έχει ανάγκη από γέφυρες για την επιστροφή. Είναι μόνη της μια γέφυρα. Κι ακόμα κι αν υπήρξες "τυφλός, κουφός και ηλίθιος", εσύ τελικά, σαν άλλος Τειρεσίας, ήσουν που ήξερες την αλήθεια. Ακόμα κι αν την ανακάλυψες στο τέλος, Οιδίποδας πια...
Είναι φορές που καμιά προσευχή δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος της ψυχής που αγκομαχάει. Γιατί αυτός που κάποτε ζήτησε να ταξιδέψει χωρίς αποσκευές, τις κουβάλησε όλες... Το Ποτάμι του Χρόνου παίζει στο βάθος, συντροφιά σε μια αλλόκοτη διαδρομή. Υπάρχουν εαυτοί που δεν θα ξαναβρούμε ποτέ πια, πέθαναν με ό, τι ζήσαμε και πια δεν επιστρέφει. "Κι αν πια δεν έχεις τίποτα, κανέναν για να προσευχηθείς;" Ψεύτρα. "Κλείσε τα μάτια σου, αν μπορείς να ονειρευτείς, μπορείς και να προσευχηθείς."
Μια προσευχή για κάθε νύχτα, η αποψινή, να ακούω τη σκέψη σου, να διαβάζεις πίσω από τις γραμμές.
ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ
Πού πάνε οι προσευχές όταν φεύγουν απ' τα χείλη μας;
"Κι αν στην προσευχή σου θυμάσαι πάντα κάποιον που δεν είναι πια δικός, που δεν είναι πια μαζί σου; Τι πάει να πει αυτό;" "Αυτό πάει να πει πως αυτός είναι τυχερός και δεν το ξέρει κι εσύ δυστυχισμένη και το ξέρεις."
Τόσα ψέμματα είχε ακούσει και προ παντός είχε πιστέψει, κι όμως ακόμα είχε τη δύναμη, το θράσσος να προσεύχεται.
Γιατί κράτησε την Αγάπη τη δύσκολη τη ματωμένη, αυτή που δεν έρχεται από ίσιο δρόμο αλλά αγκομαχά μέσα σε στράτες δύσβατες, έχει χειρότερο εχθρό τον ίδιο της τον εαυτό, κι όμως πασχίζει να ανθίσει και να μείνει για πάντα στο κουκλόσπιτο που ποτέ δεν είχε...
Οι δείκτες στο ρολόι δεν γυρίζουν ανάποδα, τι κρίμα... Ένα παγωμένο χειμωνιάτικο βράδυ σαν το αποψινό νομίζεις πως ακόμα και η καρδιά κρύσταλλο γίνεται. Αλλά μόνο νομίζεις, γιατί η καρδιά είναι πάντα ζεστή, αίμα γεμάτη και πληγές.
Μπορεί να μην πηγαίνουν πουθενά οι προσευχές ή να χάνονται στο σύμπαν, ή να ενώνουν το χώμα με τον ουρανό.
Μια προσευχή για κάθε νύχτα, η αποψινή, να θυμόμαστε ότι κάποτε
ανασάναμε ο ένας μέσα στον άλλο.
ΚΑΝΕΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙ... ΕΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Ένα άδειο σπίτι ησυχία γεμάτο. Δεν ήταν πως έλειπαν τα πράγματα. Κάθε άλλο, όλα εκεί ήταν. Η απουσία του ενός όμως είναι αρκετή για να αδειάσουν όλα.
"Τι φοβάσαι πιο πολύ;"
"Τη στιγμή που θα σε χρειάζομαι πιο πολύ από κάθε άλλη κι εσύ δεν θα λες τίποτα."
Μια σιωπή μπορεί να είναι πιο τρομακτική από το μπαμπούλα που κρύβεται μέσα στη ντουλάπα, πιο εφιαλτική ακόμα κι από το κενό στην άκρη του γκρεμού.
Είναι όμως αληθινή, κι αυτό την κάνει ακόμα πιο αβάσταχτη. Και είναι πάντα ανισόρροπη, γιατί ο ένας μίλησε, ζήτησε. Κι ο άλλος απλά άκουσε και δεν απάντησε. Ποτέ. Και είναι μαρτυρική, γιατί αυτός που ζήτησε, περιμένει. Αιχμάλωτος μέσα στην ίδια του την αδυναμία, δέσμιος της τυφλής ελπίδας που κουβαλάει μέσα της η αγάπη, πιο παιδί κι απ' τα παιδιά που πιστεύουν στον Άγιο Βασίλη...
Θα ήταν όλα πολύ εύκολα αν μια ευχή ήταν αρκετή. Αλλά δεν είναι. Τώρα το ήξεραν και οι δύο, κι εκείνη που περίμενε κι εκείνος που ήταν οχυρωμένος στη σιωπή.
Ο γκρεμός ήταν πάντα εκεί, όλος δικός της. Με ή χωρίς χαρταετό, την περίμενε πάντα. Κοίταξε πίσω της. Κανείς. Προχώρησε με αργά βήματα. Για μια φορά ακόμα κάθησε στα χώματα, αυτή τη φορά στην άκρη του γκρεμού, με τα πόδια της να κρέμονται στο κενό. Έκλεισε τα μάτια της κι έγινε πάλι οχτώ, παιδί μόνο και ξένο, τότε όπως και τώρα. Θα φοβόταν λιγότερο αν μπορούσε να πιάσει το χέρι του, όπως της είχε πει, αλλά τώρα ήταν μόνη της, χωρίς υποσχέσεις, χωρίς ευχές. Μαζί της είχε πάρει μόνο τη σιωπή του.
Δεν έμαθε ποτέ αν πέταξε ή αν έπεσε. Όταν έφτασε στο ξέφωτο βρήκε μόνο ένα κομμάτι από το φουστάνι της πιασμένο σε ένα βράχο. Γύρισε σπίτι, έβαλε το κομμάτι ύφασμα δίπλα στην κούκλα που της είχε χαρίσει. Αν τελικά είχε πετάξει, τότε ίσως κάποιο βράδυ, μέσα στη νοσταλγία ενός ονείρου, του πιο ακριβού ονείρου της, να γύριζε. Κι αυτή τη φορά να ήθελε να χορέψει κι έπειτα να αποκοιμηθεί στην αγκαλιά του. Και τότε θα της έλεγε όσα έκρυψε μέσα στη σιωπή του και θα της έδινε την κούκλα μόνο για παιχνίδι, γιατί δεν θα την άφηνε ποτέ ξανά να κοιμηθεί μόνη της.
Αν είχε πετάξει...
ΚΑΝΕΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙ... ΕΝΑ ΣΤΟΙΧΗΜΑ
Δεν τη νοιάζει που φοράει το καλό της φουστάνι. Έχει γονατίσει μέσα στα χώματα και ψάχνει. Τα άλλα παιδιά την προσπερνάνε τρέχοντας.
"Έχασες κάτι;" Γνέφει ναι, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι της να κοιτάξει. Εξακολουθεί να ψάχνει. Τα νύχια της είναι γεμάτα χώματα, το ίδιο και το τσαλακωμένο πια φουστάνι της.
"Μα τι ψάχνεις;"
"Ένα κέρμα."
"Μα, ένα κέρμα;! Έλα, θα σου δώσω εγώ ένα κέρμα." Μόνο τότε σηκώνει το βλέμμα της. Χαμογελάει θλιμμένα στο αγόρι που εδώ και λίγη ώρα στέκεται από πάνω της.
"Σ' ευχαριστώ, αλλά δεν γίνεται, πρέπει να βρω το δικό μου. Ήταν το κέρμα της ευχής μου." Το αγόρι την κοιτάει απορημένο.
"Θες να σε βοηθήσω να ψάξουμε μαζί;"
"Όχι, δεν πειράζει. Εξ άλλου, πρέπει να πηγαίνεις... Τα άλλα παιδιά θα έχουν ήδη φτάσει, η γιορτή θα έχει αρχίσει, μην τη χάσεις..." Το αγόρι κοντοστάθηκε.
"Κι εσύ; Δεν θα έρθεις;"
"Θα έρθω, αργότερα", του απάντησε με το ίδιο θλιμμένο χαμόγελο.
Όλο το βράδυ το αγόρι κοιτούσε προς την είσοδο, περιμένοντας να μπει στη σάλα ένα κορίτσι με χώματα στα νύχια και τσαλακωμένο φουστάνι...
"Δεν έχω μια ευχή, δεν το βλέπεις; Είχα το κέρμα μου και το έχασα..."
Είχε καθίσει πάλι μέσα στα χώματα, ξανά χωρίς κέρμα...
Έκατσε δίπλα της και την πήρε αγκαλιά. Ήταν πολύ πιο δυνατός από εκείνη κι όσο την κρατούσε, ήξερε πως δεν μπορούσε να του γλυστρήσει στον γκρεμό. Κι οι δυο το ήξεραν αυτό.
"Δεν χρειάζεσαι πάντα ένα κέρμα για να κάνεις μια ευχή, μικρό." Τον κοίταξε.
"Όποια κι αν είναι η ευχή μου; Ακόμα κι αν ευχηθώ να πετάξω; Ακόμα κι αν ευχηθώ να μείνω για πάντα μαζί σου;"
"Όποια κι αν είναι η ευχή σου. Ακόμα κι αν ευχηθείς να πετάξεις, ακόμα κι αν ευχηθείς να μείνεις για πάντα μαζί μου."
"Και τι πρέπει να κάνω;"
Την έσφιξε ακόμα πιο δυνατά πάνω του.
"Να μου δώσεις το χέρι σου, ό,τι κι αν ευχηθείς."