ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΔΥΟ ΩΡΕΣ - ΕΙΣΑΙ ΕΔΩ..
Μια ιστορία για δυο ώρες, από τις οχτώ ως τις δέκα που θα φύγει το καράβι. Δεν είναι μέρα μα ούτε και σούρουπο. Κόρνες, σφυρίχτρες, φωνές, θες να κλείσεις τα αυτιά, να διώξεις από μπροστά σου τα θηριώδη φορτηγά και να βλέπεις μόνο τη θάλασσα.
Πήγαινε κι έλα, από εδώ ως το λιμάνι, από το λιμάνι ως εκεί, κι από εκεί πάλι εδώ. Το εκεί είναι πάντα αλλού, γι' αυτό και η ερώτηση είναι πάντα "είσαι εδώ;" Λύκος και Ήρωας μαζί, για να τον βρεις πρέπει να ρωτήσεις. Κι όταν απαντήσει, δεν θα τρέξεις προς την αντίθετη κατεύθυνση, αλλά όλο και πιο βαθιά μέσα στο δάσος θα χωθείς, μέχρι πάνω του να πέσεις. Δάσος ή λιμάνι, διαφορά δεν έχει. Μέσα από κλαδιά και κύματα, στο Λύκο πηγαίνεις.
Αλλά είσαι πάντα στο λιμάνι. Στέκεσαι λίγο πιο πέρα, βλέπεις το πλήθος, σκουρόχρωμο, μαύρο σχεδόν, σαν να κοιτάζεις ένα ακίνητο φάσμα από μακριά.
Δυο που φιλιούνται μέσα στο σκούρο γίνονται χρώμα φωτεινό. Δυο που φιλιούνται στην προκυμαία, όχι για να αποχωριστούν, αλλά για να ξανασυναντηθούν. Δυο που φιλιούνται δεν ακούνε τις κόρνες και τον θόρυβο, δεν βλέπουν τα φορτηγά, δυο που φιλιούνται βλέπουν μόνο τη θάλασσα, κι ας έχουν μάτια κλειστά. Δυο που φιλιούνται στο λιμάνι, μόνο αυτοί υπάρχουν.
Πήγε δέκα πια, το καράβι φεύγει. Κι αν δεν πας εσύ στον Λύκο, μην ανησυχείς, θα έρθει αυτός σε σένα. Ακόμα κι αν ο ένας ταξιδεύει κι ο άλλος περιμένει, είναι πάντα δυο που φιλιούνται στην προκυμαία.