Ετικέτες

80's (1) αγανακτισμένοι (1) ανθρακωρύχοι (1) απεργία (1) απολιτικ (1) Αρκετά Καλός (1) Βαρουφάκης (1) Βενιζέλος (1) γάμος (1) γλυκά (1) γλώσσα (1) διήγημα (1) εκλογές 2015 (2) εξουσία (1) επαίτες (1) επιβάτες (1) επιστολή (1) Ζωή Κωνσταντοπούλου (1) ηλεκτρικός (3) θαυμάζω (1) θηλυκότητα (1) καθρέφτης (1) Καλλιθέα (1) κιλά (1) ΚΚΕ (1) κράζω (1) κρίση (1) κυβέρνηση (2) Κύριος (1) Λάλας (1) μάγος (1) μαντήλα (1) Μεγάλη Βρετανία (1) Μέρκελ (1) μέσα κοινωνικής δικτύωσης (1) Μοναστηράκι (2) Μουσουλμανισμός (1) μπούργκα (1) ναρκωτικά (1) ΝΔ (1) Παπαδιαμάντης (1) παραμύθι (2) ΠΑΣΟΚ (1) Πλατεία Δαβάκη (1) πολιτικά ορθό (1) πολιτική ορθότητα (1) ΠΟΤΑΜΙ (1) πρίζα (1) πρωθυπουργός (1) Ρωξάνη (1) Σαμαράς (2) σπολλάτη. παιδιά (1) Σταχτομπούτα (1) ΣΧΕΣΕΙΣ (1) σχέσεις (1) ταινία (1) Ταύρος (2) Τέλειος (1) Τζήμερος (1) τραπέζι (1) Τριανταφυλλίδης (1) Τσίπρας (2) τυρκουάζ (1) υλική στέρηση (1) φεμινισμός (1) φτώχεια (1) Χατζηνικολάου (1) χορευτής (1) Χριστούγεννα (1) χωριό του Άι Βασίλη (1) ψήφος (1) AIDS (1) Barbie (1) Da Capo (1) facebook (1) gay (1) jumbo (1) LGSM (1) lifestyle (1) Matthew Warchus (1) pride (1) social media (1) tweet (1) twitter (1)

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016

ΚΥΑΝΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ: Ένα Παραμύθι σε Πρόβα, Μέρος 4ο






Ας αφήσουμε όμως για λίγο τους ήρωες μας να μαγειρέψουν, να πάνε στο παλιό σπίτι, να σκεφτούν τρόπους για να σώσουν την ανθρωπότητα από το χάος, κι ας πεταχτούμε στην άλλη άκρη της Πολιτείας, σε ένα μεγάλο αρχοντικό.



Βλέποντάς το από μακριά θα έλεγε κανείς ότι είναι ζαχαρωτό. Οι τοίχοι του είχαν ένα απαλό κίτρινο χρώμα, όμοιο με μια δροσερή γρανίτα λεμόνι, τα ψηλά του παράθυρα είχαν πατζούρια σκουροκόκκινα, ακριβώς όπως το σιρόπι βύσσινο που τόσο πολύ αγαπά ο Παναδέξιος και τα στρογγυλά μπαλκόνια του ήταν ροζ με εκρού κάγκελα, σαν μια λαχταριστή τάρτα φράουλα. Μπροστά από το επιβλητικό κτήριο απλωνόταν ένας τεράστιος κήπος γεμάτος λουλούδια όλων των ειδών και όλων των χρωμάτων. Αν τον έβλεπες από ψηλά έμοιαζε με πολλά μικρά χαλιά από λουλούδια στρωμένα το ένα δίπλα στο άλλο.  

 Όπως υποψιάζεστε ίσως, σε ένα παραμύθι όπου οι κακομούτσουνοι μάγοι δεν είναι και τόσο κακοί και οι νεράιδες θέλουν να ξεφορτωθούν τα φτερά τους, το ζαχαρωτό αρχοντικό κάθε άλλο παρά ζαχαρωτό είναι! Είναι ένα αληθινό κτήριο, φτιαγμένο από πέτρα και γρανίτη. Για την ώρα λοιπόν, μπορούμε απλά να υποθέσουμε ότι αυτός που το έφτιαξε ίσως αγαπούσε τα χρώματα ή τα γλυκά! Μια μεγάλη, βαριά πόρτα –ναι καλά φανταστήκατε, όμοια με τεράστια πλάκα σοκολάτας- έκλεινε την κεντρική είσοδο. Κι από μέσα ακούγονταν φωνές…


«Φύγετε όλοι. δεν θέλω να με ενοχλήσει κανείς! Εμπρός, έξω όλοι!...  Εσύ Φοβώ μείνε! Όλοι οι υπόλοιποι έξω!». Ένας ψηλός επιβλητικός άντρας στεκόταν στη μέση του δωματίου κι ήταν αυτός που φώναζε. Γύρω του υπήρχε μια ομάδα φρουρών και δυο τρεις υπηρέτες κι όλοι τους έσπευσαν να βγουν από το δωμάτιο. 

Απέμεινε μόνο η μάγισσα Φοβώ. Εξωτερικά δεν είχε την όψη μάγισσας. Ούτε κι αυτή! Μα τελικά σ’ αυτό το παραμύθι κανείς δεν μοιάζει όπως θα έπρεπε; Δεν έμοιαζε με μάγισσα γιατί η όψη της δεν ήταν τρομακτική. Ήταν κοντή και στρουμπουλή. Υπερβολικά στρουμπουλή, αλλά η Φοβώ είχε αδυναμία σε όλα τα φαγητά και σε όλα τα γλυκά! Είχε μακριά κόκκινα μαλλιά και πράσινα μάτια. Για κακή μάγισσα χαμογελούσε πολύ συχνά, όμως όσοι την γνώριζαν καλά, ήξεραν πως η ψυχή της ήταν γεμάτη κακία. 

Θα μπορούσε να είχε γίνει μια καλή νεράιδα. Ή για να είμαστε πιο ακριβείς, αυτό που ήθελε ήταν να γίνει κακή νεράιδα για να μπορέσει να καταστρέψει τις νεράιδες μια για πάντα! Και τα είχε καταφέρει αρκετά καλά, αφού μπόρεσε και ξεγέλασε ακόμα και τη Βασίλισσα -  Νεράιδα! Ναι, τη Βασίλισσα- Νεράιδα, τη νονά της Ρωξάνης! Η Βασίλισσα – Νεράιδα λοιπόν δέχτηκε τη Φοβώ στην καλοκαιρινή κατασκήνωση που είχε για όλες τις μικρές νεράιδες. Και με ποια νεράιδα συγκατοικούσε; Μα με τη Ρωξάνη φυσικά!

 Όλους τους ξεγελούσε η Φοβώ με το χαμόγελό της! Ακόμα και τη Ρωξάνη που την εμπιστεύτηκε και την έκανε φίλη της. Σύντομα όμως η Ρωξάνη άρχισε να βρίσκει σπασμένα το ένα ραβδάκι της πίσω από το άλλο κι όσο κι αν διαβεβαίωνε τη νονά της πως δεν τα έσπασε αυτή, άκουγε μερικές γερές κατσάδες γιατί ήταν απρόσεχτη κι ανεύθυνη και δεν πρόσεχε τα πράγματά της! Η Ρωξάνη είχε τη σκανταλιά στο αίμα της, αυτό ήταν αλήθεια, όμως δεν είχε σπάσει εκείνη τα ραβδάκια. Κι ακόμα κι αν ήταν παιδί, μπορούσε να αισθανθεί την αδικία. Η νεραϊδούλα μας όμως δεν έβαζε κάτω το κεφάλι και αποφάσισε να διαλευκάνει το μυστήριο των σπασμένων ραβδιών μια και καλή και να αποδείξει στη νονά της πως δεν ήταν ανεύθυνη. 

Για να μη σας τα πολυλογώ, μετά από αρκετά σπασμένα ραβδάκια, πολλά κλάματα και αρκετούς καβγάδες, η Ρωξάνη τσάκωσε τη Φοβώ την ώρα που προσπαθούσε να βάλει φωτιά στα φτερά μιας άλλης νεραϊδούλας που κοιμόταν! Με τα πολλά, αποκαλύφθηκε πως η Φοβώ ήταν αυτή που έσπαγε τα ραβδάκια της Ρωξάνης, ενώ μέσα σε ένα πράσινο κουτί κάτω από το κρεβάτι της βρέθηκαν όχι μόνο τα κομματιασμένα ραβδάκια, αλλά και ένα από τα στέμματα της Βασίλισσας – Νεράιδας – που το έψαχνε εδώ και μέρες- καθώς κι ένα σωρό χτενάκια, κοκαλάκια, φιογκάκια που ανήκαν σε άλλες νεραϊδούλες και που εδώ και μέρες τα αναζητούσαν! 
 Η Φοβώ προσπάθησε να τα μπαλώσει, λέγοντας πως ήθελε μόνο να παίξει και πως θα επέστρεφε τα πράγματα, και ότι δεν σκόπευε να βάλει  φωτιά στα φτερά της νεράιδας, ήθελε μόνο να την τρομάξει για να γελάσουν! 

Η Βασίλισσα – Νεράιδα σε όλη τη συμπεριφορά της Φοβώς μάλλον είδε μόνο ένα παιδί που στην προσπάθειά του να διεκδικήσει λίγη προσοχή,  έχασε τον έλεγχο. Δεν την τιμώρησε αλλά της ζήτησε ευγενικά να φύγει από την κατασκήνωση και στο σπίτι της να σκεφτεί τις πράξεις της και μόνη της να αποφασίσει αν είναι σωστό να συμπεριφέρεται έτσι κάποιος στους φίλους και τους συντρόφους του. Και ίσως η Φοβώ να είχε ακολουθήσει τη συμβουλή της Βασίλισσας-Νεράιδας και να γινόταν κι αυτή μια γλυκιά φτερωτή ύπαρξη που θα αγωνιζόταν για το καλό των άλλων. Ίσως να το έκανε, αν δεν είχε φωλιάσει μέσα της το μίσος και η δίψα για εκδίκηση…


Ο φανερά εκνευρισμένος άντρας στράφηκε τώρα προς τη Φοβώ: «Μπορείς να μου πεις γιατί το έκανες αυτό;» «Δεν σε καταλαβαίνω. Έκανα ακριβώς αυτό που είχαμε συμφωνήσει και το σχέδιό μας πηγαίνει περίφημα». «Όχι, Φοβώ, δεν είχαμε συμφωνήσει αυτό! Δεν σου έδωσα ποτέ το δικαίωμα να παίρνεις τέτοιες πρωτοβουλίες! Η απερισκεψία σου μπορεί να μας κοστίσει πολύ ακριβά!»

«Ε εντάξει, ίσως έσπασα λίγο περισσότερους καθρέφτες αλλά ήταν τόσο διασκεδαστικό!» Πάνω σε αυτή τη φράση ο Δόλιος την κοίταξε αγριεμένος. «Δεν ήταν διασκεδαστικό, ήταν απλά ηλίθιο! Με τα καμώματά σου ράγισε ο Κυανός Καθρέφτης! Αν σπάσει, καταλαβαίνεις βέβαια ότι το σχέδιό μας δεν θα έχει καμιά αξία πια! Το καταλαβαίνεις αυτό, μικρή ανόητη;» 

Η Φοβώ μπορεί να μη νοιαζόταν ιδιαίτερα για τον Κυανό Καθρέφτη,  ήταν όμως αρκετά έξυπνη για να καταλάβει ότι αυτόν τον καβγά με τον Δόλιο δεν θα τον κέρδιζε εκείνη. Έπειτα ήταν και κάτι άλλο: η Φοβώ ήταν αλήθεια πολύ μοχθηρή και πονηρή, όμως τον Δόλιο τον φοβόταν. Μπορεί να ήταν σύμμαχοι, ωστόσο δεν ήταν βέβαιη πως τελευταία στιγμή ο αυτός δε θα δίσταζε να τη βγάλει από τη μέση. Η ίδια τουλάχιστον είχε σκεφτεί διάφορους τρόπους για να τον ξεκάνει! Επί του παρόντος όμως ήταν και οι δύο στο ίδιο στρατόπεδο. Γι΄ αυτό αποφάσισε να πάει με τα νερά του. 

«Ωραία, ωραία, έχεις δίκιο. Ήταν μεγάλη απερισκεψία. Και σου ζητάω συγγνώμη… Εξ άλλου, δεν έσπασε ο Κυανός Καθρέφτης! Επομένως μπορούμε να πούμε ότι μέχρι στιγμής το σχέδιό μας πηγαίνει περίφημα!» Ο Δόλιος την κοίταξε αγριεμένος. «Μα είναι δυνατόν να είσαι τόσο επιπόλαιη;» «Ε τώρα γίνεσαι άδικος και υπερβολικός και…!» Ο Δόλιος όμως δεν την άφησε να συνεχίσει. «Πιστεύεις αλήθεια πως δεν βλέπω τι θες να κάνεις;» Η Φοβώ ξαφνιάστηκε λίγο. «Τι εννοείς;» Ο Δόλιος την κοίταξε με ένα βλέμμα που αν ήταν χαστούκι θα την είχε ρίξει κάτω, «Προσπαθείς να φέρεις τα πράγματα στα άκρα για να αναγκάσεις τον Ευγένιο και τον Λέανδρο να εμφανιστούν».

 Ξαφνικά η Φοβώ έχασε την παιχνιδιάρικη διάθεση. Όλο αυτό ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μια διαφωνία που ενδεχομένως δεν θα κέρδιζε. Κάθισε σε μια καρέκλα και είπε σαν υπνωτισμένη:  «Ο Κακομούτσουνος είναι ακόμα ζωντανός.» «Ναι, και;;; Δεν είναι πια Φύλακας, έχει πάρει τον Όρκο των Γέλιων και των Δακρύων και προσπαθεί να γίνει μέλος του Συμβουλίου των Μάγων!» «Είναι όμως ακόμα ζωντανός Δόλιε! Έστω κι έτσι. Και όλη η υπόλοιπη χαζοπαρέα του; Εκείνη η σαχλή νεράιδα κι αυτός ο ποντικομούρης ο Μέγας Ράφτης ο Άλκιμος; Ε; «Μα τώρα στ’ αλήθεια ανησυχείς για μια χούφτα ανήμπορους και άχρηστους; Η Ρωξάνη δεν είναι καν νεράιδα, ο Κακομούτσουνος είναι εδώ και χρόνια χαμένος και αποκομμένος από όλους κι ο Άλκιμος είναι ένας δειλός ονειροπόλος! Σε τι μπορούν να μας εμποδίσουν, ε;» «Η Ρωξάνη έχει εξαφανιστεί από την Πολιτεία εδώ και τρεις μέρες, ο Άλκιμος και τρεις έμπιστοι Ράφτες του επίσης! Σου φαίνεται τυχαίο; Κι όλα αυτά μόλις θόλωσαν οι καθρέφτες;» 

«Ωραία. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι είναι όλοι μαζί, τι νομίζεις πως θα μπορούσαν να κάνουν; Σε λίγες ώρες όλοι οι Φύλακες θα είναι νεκροί! Είναι ζήτημα χρόνου να μπούμε στην Αίθουσα των Καθρεφτών του Κόσμου!» «Ξεχνάς τον Λέανδρο!» «Ο Λέανδρος πήρε τον ‘Ορκο και εξαφανίστηκε εδώ και είκοσι χρόνια! Κανείς δεν τον έχει δει, κανείς δεν έχει μάθει τίποτα γι’ αυτόν εδώ και είκοσι χρόνια! Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα επιστρέψει τώρα; Αλλά ακόμα κι αν επέστρεφε, ακόμα κι αν συναντιόταν με τον Ευγένιο, προτού μπορέσουν να ξαναγίνουν Φύλακες, θα πρέπει να λύσουν τον Όρκο! Κι αυτό είναι μάλλον απίθανο, μια που το λύσιμο του Όρκου είναι ένας θρύλος ότι τάχα μου κάπου υπάρχει ένα βιβλίο, κάτι χειρόγραφα παλιόχαρτα που λένε με ακαταλαβίστικες αηδίες τι πρέπει να κάνουν αυτοί που έχουν πάρει τον όρκο για να τον λύσουν. Εσύ μου τα έχεις πει αυτά, θυμάσαι; Κι όλα αυτά απαιτούν χρόνο, χρόνο που δεν τον έχουν! Σταμάτα λοιπόν να μπερδεύεις τα πράγματα και να κάνεις του κεφαλιού σου, Φοβώ!» 

«Έστω. Ξέρεις πολύ καλά όμως ότι οι οικογένειες του Λέανδρου και του Ευγένιου κατέστρεψαν τη δική μου!  Και όπως και να’ χει η συμφωνία μας ήταν να συμμαχήσουμε για να πάρει ο καθένας αυτό που θέλει: εσύ την απόλυτη εξουσία κι εγώ την εκδίκησή μου! Αυτό προσπαθώ να κάνω!» Τώρα η Φοβώ είχε σηκωθεί και στεκόταν αλύγιστη απέναντι στον Δόλιο. «Πρέπει όμως κι εσύ να καταλάβεις ότι αν το σχέδιο μου αποτύχει με τα ηλίθια καπρίτσια σου, τότε κανείς δεν θα κερδίσει τίποτα! Συνεννοηθήκαμε;» Η Φοβώ πολύ θα ήθελε να πει στον Δόλιο ότι ο δικός της σκοπός δεν ήταν μικρότερος σε αξία και βαρύτητα από τον δικό του, αλλά προτίμησε να συγκρατηθεί, μια που για την ώρα ο ισχυρός, όσο κι αν της κακοφαινόταν, ήταν ο Δόλιος. Κι έτσι είπε μόνο «Σου δίνω το λόγο μου ότι όλα θα γίνουν όπως θες εσύ», ενώ από μέσα της σκεφτόταν «αυτή θα είναι η μοναδική μου ευκαιρία να ξεκάνω αυτούς που διέλυσαν το σπίτι μου!» 

Συνεχίζεται...