ΚΑΝΕΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙ..._ ΑΓΡΥΠΝΙΑ
Μάζεψε όλες τις θλίψεις που την κυρίευαν, προσπάθησε να τις χωρέσει σε ένα συρτάρι, δεν τα κατάφερε. Και πάντα ένιωθε να την τραβάνε πίσω. Σαν φουστάνι που πιάστηκε σε μια πόρτα, σα μαντήλι που μάγκωσε σε μια χειρολαβή και δεν την άφηνε να προχωρήσει. Κι όλο μπέρδευε τα βήματά της και σκόνταφτε. Σκόνταφτε για να φτάσει στην ευτυχία.
"Σκόνταψες, μικρό, αλλά δεν έπεσες. Είσαι πάντα η βασίλισσα, που απλά σκόνταψε, λίγο πριν τη στιγμή του θριάμβου της."
Είχε διαβάσει κάποτε για μια τέτοια βασίλισσα, που σκόνταψε λίγο πριν τη στέψη της. Ο χιτώνας της ήταν πολύ βαρύς και οι ώμοι της δεν τον άντεξαν.
"Και τι έγινε στο τέλος;"
"Δεν έπεσε, μόνο σκόνταψε."
Της χαμογέλασε. "Βλέπεις;"
"Μα το φόρεμά μου είναι ακόμα πιασμένο στην πόρτα."
"Τράβα το, κι ας σκιστεί. Μπορείς να συνεχίσεις ακόμα και με σκισμένο φουστάνι. Με ένα κομμάτι ύφασμα όμως μαγκωμένο σε μια πόρτα δεν μπορείς..."
Τα βράδια που εκείνος έλειπε, έμενε ξάγρυπνη, από φόβο και θλίψη. Ήθελε να πάρει αγκαλιά την κούκλα που της είχε χαρίσει, αλλά τότε θα πίστευε στην υπόσχεση... Κι αν δεν έβγαινε αληθινή; Κι έτσι ξημερωνόταν με τα μάτια μαύρα από τους κύκλους.
"Τα μάτια σου είναι βασιλεμένα."
"Είδα ένα άσκημο όνειρο χθες βράδυ, ξύπνησα κι έπειτα δεν ξανακοιμήθηκα."
Η αλήθεια ήταν πως απλά φοβόταν μήπως δει ένα όμορφο όνειρο...