Ετικέτες

80's (1) αγανακτισμένοι (1) ανθρακωρύχοι (1) απεργία (1) απολιτικ (1) Αρκετά Καλός (1) Βαρουφάκης (1) Βενιζέλος (1) γάμος (1) γλυκά (1) γλώσσα (1) διήγημα (1) εκλογές 2015 (2) εξουσία (1) επαίτες (1) επιβάτες (1) επιστολή (1) Ζωή Κωνσταντοπούλου (1) ηλεκτρικός (3) θαυμάζω (1) θηλυκότητα (1) καθρέφτης (1) Καλλιθέα (1) κιλά (1) ΚΚΕ (1) κράζω (1) κρίση (1) κυβέρνηση (2) Κύριος (1) Λάλας (1) μάγος (1) μαντήλα (1) Μεγάλη Βρετανία (1) Μέρκελ (1) μέσα κοινωνικής δικτύωσης (1) Μοναστηράκι (2) Μουσουλμανισμός (1) μπούργκα (1) ναρκωτικά (1) ΝΔ (1) Παπαδιαμάντης (1) παραμύθι (2) ΠΑΣΟΚ (1) Πλατεία Δαβάκη (1) πολιτικά ορθό (1) πολιτική ορθότητα (1) ΠΟΤΑΜΙ (1) πρίζα (1) πρωθυπουργός (1) Ρωξάνη (1) Σαμαράς (2) σπολλάτη. παιδιά (1) Σταχτομπούτα (1) ΣΧΕΣΕΙΣ (1) σχέσεις (1) ταινία (1) Ταύρος (2) Τέλειος (1) Τζήμερος (1) τραπέζι (1) Τριανταφυλλίδης (1) Τσίπρας (2) τυρκουάζ (1) υλική στέρηση (1) φεμινισμός (1) φτώχεια (1) Χατζηνικολάου (1) χορευτής (1) Χριστούγεννα (1) χωριό του Άι Βασίλη (1) ψήφος (1) AIDS (1) Barbie (1) Da Capo (1) facebook (1) gay (1) jumbo (1) LGSM (1) lifestyle (1) Matthew Warchus (1) pride (1) social media (1) tweet (1) twitter (1)

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

ΕΣΥ, ΤΙ ΕΓΙΝΕΣ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΕΣ; Vol.2 ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ





 ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ

Ο γίγαντας ερχόταν προς το μέρος της και τώρα μπορούσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Ήταν πολύ μεγαλύτερός της, τον πρόδιδαν τα μαλλιά του που είχαν αραιώσει και κάποιες μικρές, λεπτές ρυτίδες. Το μελί βλέμμα του όμως ήταν όλο μια σπίθα. Όλο του το πρόσωπο είχε μια σχεδόν εφηβική διάθεση. 

Τώρα βρίσκονταν ο ένας απέναντι στον άλλο. 
 "Κι όμως υπάρχουν πολλά που γνωρίζουμε για σένα."

"Ώστε έτσι νομίζετε;", είπε η Ζωή, ανασηκώνοντας το φρύδι της κι αντλώντας την ικανοποίηση που της έδινε αυτή η κίνηση κάθε φορά που την έκανε. 

Ο γίγαντας στεκόταν ακριβώς μπροστά της. Ήταν επίσης πολύ ψηλότερός της. 

Για λίγο έμειναν σιωπηλοί κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο κατάματα. Έμοιαζε σα να είχαν συμφωνήσει σε ένα παιχνίδι, που κανείς δεν πρέπει να σπάσει πρώτος τη σιωπή.


ΟΙ Σοφοί ωστόσο που εδώ και ώρα με απορία παρακολουθούσαν όλη τη σκηνή είχαν έρθει σε πραγματική αμηχανία. 

"Συγγνώμη, αλλά νομίζω ότι εμείς δεν μπορούμε να προσφέρουμε κάτι άλλο. Ίσως θα ήταν καλύτερο να συνεχίσετε τη συζήτησή σας κάπου αλλού, έξω από δω", είπε ξανά ο μεγαλύτερος από τους Σοφούς, χαλώντας το παιχνίδι του γίγαντα και της Ζωής.  

Η Ζωή γύρισε προς το μέρος του. 

"Υψηλοτάτη, θα πρέπει να μας καταλάβετε... Η υπόθεσή σας, σοβαρή το δίχως άλλο, δε λέω... Ωστόσο συζητήθηκε πρό της ημερησίας διατάξεως... Και υπάρχουν ένα σωρό ζητήματα που θα πρέπει να συζητήσουμε..." Ο Σοφός κοντοστάθηκε λίγο και συμπλήρωσε: "Έπειτα, ένας περίπατος θα σας έκανε καλό." Και πάνω σ' αυτό έστρεψε το βλέμμα του στον γίγαντα που ανασήκωσε τους ώμους του με μια εύθυμη αδιαφορία. Προφανώς για λόγους που μόνο ο ίδιος ήξερε όλη αυτή η σκηνή του φαινόταν διασκεδαστική. 

Η Ζωή δε συμμεριζόταν την ευθυμία του. Για την ακρίβεια, εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να συμμεριστεί οποιαδήποτε χαρούμενη διάθεση. "Καμία χαρά και καμία θλίψη δεν πρέπει να επηρεάζει τους καλούς τρόπους." Η σκέψη ήταν τόσο δυνατή που δεν αντήχησε μέσα στο μυαλό της, μα στα αυτιά της, κι έτσι -όπως πάντα- έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει, αυτό που περίμεναν οι άλλοι από εκείνη. 

"Μα φυσικά... Έχετε απόλυτο δίκιο... Ήδη έχω καταχραστεί της ευγένειας και της βοήθειάς σας..."

Ο Σοφός την πλησίασε. "Πίστεψέ με, παιδί μου, αυτός ο περίπατος σου χρειάζεται." Και πάνω σ' αυτό επέστρεψε στο βάθος της τεράστιας μισοφωτισμένης αίθουσας, όπου τον περίμεναν οι υπόλοιποι Σοφοί και μια μακρόσυρτη ημερήσια διάταξη. 

"Λοιπόν;" της είπε ο γίγαντας απλώνοντας το χέρι του.

"Σε μια πριγκίπισσα προτείνουν το μπράτσο. Από το χέρι κρατάς ένα παιδί."

"Πολύ σωστά", απάντησε ο γίγαντας εξακολουθώντας να της προτείνει το χέρι του. Με μια θυμωμένη απροθυμία η Ζωή έδωσε το χέρι της στον γίγαντα. Προχώρησαν προς την πόρτα.     

Συνεχίζεται...


Πέμπτη 4 Αυγούστου 2016

ΕΣΥ, ΤΙ ΕΓΙΝΕΣ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΕΣ; Vol.2 "ΞΕΝΗ"


ΞΕΝΗ

Αναρωτήθηκε τι θα μπορούσε να κάνει για κείνους που αγαπούσε. 

"Να τους αφήσεις στην ησυχία τους. Είναι -κι αν δεν είναι, θα γίνουν- πολύ καλύτερα χωρίς εσένα."

Κοίταξε με απόγνωση γύρω της. Ήξερε πως ο χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο δεν είχε δικαίωμα να ζητήσει καμία βοήθεια, γιατί πολύ απλά, καμιά βοήθεια δεν του άξιζε. 

Καμιά λύτρωση για τις ψυχές αυτών που έκαναν λάθος και λάθη.
Κι η δική της ψυχή ήταν όλη μια κραυγή. Μια κραυγή υπόκωφη, βουβή που σηκωνόταν προς τον ουρανό σαν προσευχή κι επέστρεφε πάνω της σαν καταπρόσωπη βρισιά.

Έκανε να απομακρυνθεί. 

"Πού πας;"
 

"Δεν αντέχω τα βλέμματα σας, τις φωνές σας, τον κόσμο."

Οι Σοφοί κοιτάχτηκαν αμήχανα μεταξύ τους. 

"Να σου θυμίσω, παιδί μου, ότι εσύ ζήτησες αυτή την ακρόαση. Ο χαρακτήρας της παρέμβασής μας είναι καθαρά συμβουλευτικός. Ίσως κάποιες φορές ο τόνος μας να είναι λίγο πιο αυστηρός από όσο θα έπρεπε...", είπε ο γηραιότερος από τους Σοφούς, ρίχνοντας ταυτόχρονα ένα άγριο βλέμμα σ' εκείνον που μόλις είχε απαντήσει στην ερώτησή της. "... και γι' αυτό θα σου ζητήσω προσωπικά συγγνώμη, ωστόσο προσπαθούμε να βοηθήσουμε..." 

"Εγώ σας ζητώ συγγνώμη για την υπερβολική αντίδρασή μου... Ίσως δεν περίμενα μια τόσο δυσάρεστη απάντηση..."

"Βρισκόμαστε εδώ για να είμαστε χρήσιμοι, όχι ευχάριστοι. Αυτό εσύ τουλάχιστον θα' πρεπε να το καταλαβαίνεις καλύτερα από τον καθένα."

Γύρισε προς το μέρος του άντρα που είχε μόλις μιλήσει.

"Δεν γνωρίζετε τίποτα για μένα", απάντησε, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.
Η τεράστια αίθουσα όμως ήταν λουσμένη σε ένα μισοσκόταδο, όμοιο με όσο φως μπορεί να γλυστρήσει σ' ένα δωμάτιο μέσα από κλεισμένες γρίλιες ένα μεσημέρι καλοκαιριού. Το μόνο που μπορούσε να αντιληφθεί ήταν ότι της μιλούσε ένας μεγαλόσωμος άνθρωπος. 

"Ένας σοφός γίγαντας", σκέφτηκε κι ένα αδιόρατο χαμόγελο έσκασε στο πρόσωπό της. Ωστόσο το έσβησε αμέσως. Πόσο ανάρμοστο ήταν ένα χαμόγελο στην κατάστασή της...

Ήξερε βέβαια πως ο άγνωστος άντρας είχε δίκιο: εκείνη, περισσότερο από τον καθένα ήθελε να είναι χρήσιμη, κι όχι ευχάριστη. Κι ήταν αυτή ακριβώς η ιδέα που την έφερε σήμερα εδώ.

 


Συνεχίζεται...

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2016

ΕΣΥ, ΤΙ ΕΓΙΝΕΣ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΕΣ; XII



ΕΣΥ, ΤΙ ΕΓΙΝΕΣ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΕΣ; XII

Κοιτούσαν ακριβώς το ίδιο πράγμα μα το πρόσωπο της Πηγής ήταν φωτισμένο από ένα πλατύ χαμόγελο, τόσο μεγάλο που έμοιαζε οι άκρες από το στόμα της να ακουμπάνε τα αυτιά της. Το πρόσωπο της Ζωής ήταν σκοτεινό. Ένα λεπτό αυλάκι ανάμεσα στα φρύδια της γινόταν όλο και πιο βαθύ σε μια προσπάθεια να χωρέσει όλη την καχυποψία μα και την αγωνία.

«Έτοιμη;», ρώτησε η Πηγή. «Έτοιμη», απάντησε η Ζωή χωρίς να πάρει το βλέμμα της από το ανοιγμένο σεντούκι.

«Το πράσινο ή το κόκκινο θες;», ξαναρώτησε η Πηγή. Η Ζωή την κοίταξε και της χαμογέλασε: «Διάλεξε εσύ.»

Τα δυο κορίτσια τράβηξαν αργά και με προσοχή τα δυο βελούδινα καλύμματα.

«Κοίτα, Ζωή! Γυάλινα γοβάκια, ένα ολομέταξο κόκκινο σκουφί κι ένα λαχταριστό κατακόκκινο μήλο!» Η Πηγή χόρευε στροβιλίζοντας στον αέρα το πράσινο βελούδο. 

«Όλα τα παραμύθια είναι δικά μου!»

Η Ζωή είχε απομείνει κρατώντας το κόκκινο βελούδο και κοιτάζοντας το μισοαδειασμένο σεντούκι.

Η Πηγή την πλησίασε. 
«Εσύ, δε θα βγάλεις τα πράγματά σου;»

«Δεν καταλαβαίνω…», είπε η Ζωή με μια φωνή που μόλις ακουγόταν.

Η Πηγή κοίταξε μέσα στο σεντούκι.
«Τι δεν καταλαβαίνεις;»
 
«Τι να τα κάνω αυτά; Ένας ασημένιος στυλογράφος, ένα κλειδί κι ένας φάκελος…  είναι τα πράγματά  μου;!»


«Είναι τα όνειρά σου.»

Η Ζωή την κοίταξε με έκπληξη.

«Τα όνειρά μου;»

«Ναι, Ζωή. Εκείνα που δε θυμάσαι πια. Όσα παράτησες γιατί ήταν πολύ νωρίς ή πολύ αργά. Και δεν μπορούσες άλλο να περιμένεις. Γιατί σου ήταν πιο βολικό να σχεδιάζεις. Τα σχέδια τα εκτελείς. Τα όνειρα όμως τα κυνηγάς.»

«Στη ζωή δεν μπορούμε να κάνουμε πάντα αυτό που ονειρευόμαστε! Ξέρω, είσαι πολύ μικρή για να καταλάβεις, αλλά έτσι είναι!»

«Μπορεί να έχεις δίκιο, όμως ποτέ δεν είμαστε πολύ μεγάλοι για να ελπίζουμε. Εσύ το είπες, η ελπίδα είναι η γέφυρά μας για να περάσουμε στο αύριο. Έγινες όλα όσα έπρεπε κι όσα περίμενες από τον εαυτό σου κι όσα περίμεναν οι άλλοι από σένα. Και; Εσύ, πού είσαι μέσα σε όλα αυτά;»

«Ακόμα κι αν έχεις δίκιο, τι… τι να τα κάνω αυτά;», απάντησε η Ζωή δείχνοντας τα πράγματα μέσα στο σεντούκι.

«Να γράψεις. Τις δικές σου ιστορίες, των άλλων, ό, τι περνάει από το μυαλό σου. Γι’ αυτό γεννήθηκες, αυτό ήθελες πάντα να κάνεις. Η πίστη σου έλειπε. Σ’ αυτό το λιβάδι τη βρήκες.

Να ξεκλειδώσεις την καρδιά σου σ’ αυτόν που θες. Να αφήσεις τον εαυτό σου να τσαλακωθεί, να ανοιχτείς σε έναν άνθρωπο. Να τον αφήσεις να σπάσει το γυάλινο τοίχο που σε περιβάλλει. Να κυνηγήσεις τη φωτιά κι ας γίνεις στάχτη.

Να πάρεις το εισιτήριό σου για μια καινούργια ζωή: με δικά σου έξοδα το έβγαλες. Με χαμένα γοβάκια, κόκκινα σκουφιά και μήλα γεμάτα δηλητήριο. Και χωρίς αυτά δε θα έφτανες ποτέ σ’ αυτό το δέντρο, δε θα συναντούσες εμένα, δε θα άνοιγες αυτό το σεντούκι.»

Η Ζωή την κοίταξε χαμογελώντας.

«Είσαι πολύ σοφή για την ηλικία σου!»

«Φαντάσου πόσο σοφή θα είμαι όταν γίνω σαν κι εσένα!», απάντησε η Πηγή κι αγκάλιασε τη Ζωή.

Έμειναν για λίγο έτσι, χωρίς να μιλάνε.

«Ζωή, νομίζω ότι ήρθε η ώρα να φύγεις. Αρκετά καθυστέρησες.»

Η Ζωή κοίταξε γύρω της. Το μεσημέρι εξακολουθούσε να είναι ακίνητο.

«Πού τελειώνει το λιβάδι;»

«Θα σε πάνε τα βήματά σου μόνα τους.»

Η Ζωή έβαλε στις τσέπες της το στυλογράφο, το κλειδί και τον φάκελο. Γύρισε στην Πηγή.

«Εσύ τι θα κάνεις;»

«Θα ζήσω όλα τα παραμύθια και θα κάνω όλα τα λάθη.»

«Θα ξανασυναντηθούμε;»

«Πάντα θα συναντιόμαστε.»
..............................................................................................................................................

Βρέθηκε σε μια ερημική ακρογιαλιά. Το μεσημέρι είχε γίνει απόγευμα πιά. Έβαλε τα χέρια της στις τσέπες της. Ναι, ήταν όλα εκεί. Χαμογέλασε. Έβγαλε τα παπούτσια της και συνέχισε να περπατάει πάνω στη δροσερή άμμο. 

ΤΕΛΟΣ