ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΔΥΟ ΩΡΕΣ - ΕΙΣΑΙ ΕΔΩ..
Μια ιστορία για δυο ώρες, από τις οχτώ ως τις δέκα που θα φύγει το καράβι. Δεν είναι μέρα μα ούτε και σούρουπο. Κόρνες, σφυρίχτρες, φωνές, θες να κλείσεις τα αυτιά, να διώξεις από μπροστά σου τα θηριώδη φορτηγά και να βλέπεις μόνο τη θάλασσα.
Πήγαινε κι έλα, από εδώ ως το λιμάνι, από το λιμάνι ως εκεί, κι από εκεί πάλι εδώ. Το εκεί είναι πάντα αλλού, γι' αυτό και η ερώτηση είναι πάντα "είσαι εδώ;" Λύκος και Ήρωας μαζί, για να τον βρεις πρέπει να ρωτήσεις. Κι όταν απαντήσει, δεν θα τρέξεις προς την αντίθετη κατεύθυνση, αλλά όλο και πιο βαθιά μέσα στο δάσος θα χωθείς, μέχρι πάνω του να πέσεις. Δάσος ή λιμάνι, διαφορά δεν έχει. Μέσα από κλαδιά και κύματα, στο Λύκο πηγαίνεις.
Αλλά είσαι πάντα στο λιμάνι. Στέκεσαι λίγο πιο πέρα, βλέπεις το πλήθος, σκουρόχρωμο, μαύρο σχεδόν, σαν να κοιτάζεις ένα ακίνητο φάσμα από μακριά.
Δυο που φιλιούνται μέσα στο σκούρο γίνονται χρώμα φωτεινό. Δυο που φιλιούνται στην προκυμαία, όχι για να αποχωριστούν, αλλά για να ξανασυναντηθούν. Δυο που φιλιούνται δεν ακούνε τις κόρνες και τον θόρυβο, δεν βλέπουν τα φορτηγά, δυο που φιλιούνται βλέπουν μόνο τη θάλασσα, κι ας έχουν μάτια κλειστά. Δυο που φιλιούνται στο λιμάνι, μόνο αυτοί υπάρχουν.
Πήγε δέκα πια, το καράβι φεύγει. Κι αν δεν πας εσύ στον Λύκο, μην ανησυχείς, θα έρθει αυτός σε σένα. Ακόμα κι αν ο ένας ταξιδεύει κι ο άλλος περιμένει, είναι πάντα δυο που φιλιούνται στην προκυμαία.
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΔΥΟ ΩΡΕΣ - COVER STORIES- ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ
Μια ιστορία για δυο ώρες. Όσο μια αναμονή, ακριβώς έτσι όπως η πρώτη ιστορία. Πάντα μια αναμονή.
Δυο ώρες ακόμα, μαζί, μόνη. Θα έχω πάντα όσα γράφω, θα έχω πάντα αυτό το καταφύγιο. Γράφε για να ξορκίσεις το κακό και τις κακές τις σκέψεις, για να πεις εκείνα που δεν τολμάς να ξεστομίσεις σε κανονικό χρόνο, για να καλέσεις το καλό. Γράφε για να απαλύνεις τον πόνο, να κλείσεις τις πληγές, να στεγνώσεις τα δάκρυα. Ή να κλάψεις ακόμα περισσότερο. Για να λυτρωθείς. Έστω για δυο ώρες. Για να έχεις κάπου να επιστρέφεις όταν όλα σε διώχνουν, όταν ο τόπος δεν σε χωράει πια, από λύπη ή από χαρά. Για να εξηγήσεις, να ζητήσεις συγγνώμη, να πεις σ' αγαπώ.
Κι αν κανείς δεν διαβάζει; Κι αν διαβάζει και δεν καταλαβαίνει; Κι αν καταλαβαίνει, μα ξεχνάει; Γράψε πάλι, από την αρχή.
Η Αγάπη σκοντάφτει, πέφτει κάτω, ποδοπατιέται, ματώνει, μα πάλι σηκώνεται. Κι αν κάποιος δεν τη θέλει και την πλάτη της γυρίζει, δεν χάνεται, απομακρύνεται αφού την έδιωξαν, μα μένει ακόμα όρθια, ζωντανή να καίγεται.
Δεν είναι άβολη η αλήθεια τελικά, το ψέμμα είναι άβολο, σαν εξόγκωμα στη μέση του δρόμου που δεν προσέχεις μέχρι να σκοντάψεις πάνω του και να φας τα μούτρα σου. Ποιος είπε πως χρειάζεσαι φως για να βλέπεις σκιές; Σβήσε όλα τα φώτα αν τολμάς, σκιές θα γεμίσει όλο το δωμάτιο. Κι αν κλείσεις τα μάτια για να μην τις βλέπεις, σε τυλίγει η παγωνιά τους.
Δεν είναι μια ιστορία για δυο ώρες, ποτέ δεν ήταν. Κραυγές σιωπηλές μέσα στη νύχτα ήταν, κλάμα βουβό μέσα στη μέρα, η ελπίδα που είχε το σκοτάδι πως μπορούσε κι αυτό να ονειρευτεί.
Ένα
όνειρο δεν κρατάει όση ώρα κοιμάσαι, μα εσένα σου φαίνεται σαν ταινία
όση ώρα το βλέπεις. Ό,τι φοβήθηκες κι ό,τι λαχτάρησες, όλα χωράνε όσο
νομίζεις πως ξεγελάς το χρόνο και τον κλέβεις για να ονειρευτείς λίγο
παραπάνω. Μόνο οι λέξεις δεν χωράνε όσα θες να πεις, οι στιγμές λες και
δεν χωράνε εσένα.
Δεν υπάρχει για απόψε κάτι άλλο να πεις, κύλησαν οι δυο ώρες. Μπορείς να κρατήσεις τα μάτια σου κλειστά και να περιμένεις ένα όνειρο να έρθει. Κι αύριο πάλι, όταν ξυπνήσεις, να ψάξεις καινούργιες λέξεις. Κλείσε τα μάτια.
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΔΥΟ ΩΡΕΣ - ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΙΓΜΗ
Μια ιστορία για δυο ώρες. Τόσο όσο μπορείς να μείνεις μόνη και σιωπηλή, με το θόρυβο που κάνουν μέσα στο κεφάλι οι σκέψεις σου. Βάζεις μουσική, να νικήσεις το θόρυβο. Το καταφέρνεις. Οι σκέψεις βέβαια δεν φεύγουν, αλλά τουλάχιστον σταματάνε να ουρλιάζουν.
Αυτό που λες, να το νιώθεις, να το εννοείς και να το κάνεις, αλλιώς, μην το ξεστομίζεις καν. Ακούγεται σα μια γλυκιά παρηγοριά, αλλά κι ο πληγωμένος, όταν συνέλθει, θα καταλάβει πως ήταν απλά υπεκφυγή, μια όμορφη κουβέντα για να απαλύνει η εικόνα.
Εκείνος που συνέχεια δίνει, μένει στο τέλος με τα χέρια αδειανά. Δεν περίμενε τίποτα να του επιστραφεί, απλά εκείνος έδινε, χωρίς να του ζητούν. Γιατί αυτό ήξερε ότι σημαίνει αγαπώ. Κι όσες φορές με καχυποψία τον κοίταξαν -μα είναι δυνατόν, κάποιος τόσο απλόχερα να σκορπίζεται-, άλλες τόσες συνέχιζε να δίνει. Ακόμα κι όταν κατάλαβε ότι τελικά το πολύ για κάποιους δεν είναι αρκετό. Κι όσες φορές τον σταύρωναν ζητώντας αποδείξεις, άλλες τόσες άντεχε και συνέχιζε. Πού και πού αποτολμούσε μια ερώτηση κι αυτός. "Κάποια στιγμή..." Κι έτσι όλο περίμενε. Εκείνη την κάποια στιγμή.
Το βαθύ εγώ πόσο βαθιά μέσα στο εμείς μπορεί να κολυμπήσει;
Εκείνος που αγαπάει με την ψυχή του περιμένει, πιστεύει, ονειρεύεται, δέσμιος ακόμα και της τελευταίας ηλίθιας ελπίδας. Δεν είναι πως είναι κουτός. Ή μήπως είναι; Ποτέ δεν θα το μάθει, άλλο δρόμο δεν ξέρει. Με κόπο μαζεύει το τελευταίο χαμόγελο που του έχει απομείνει, πρέπει κι αυτή η μέρα να περάσει.
Εκείνος που αγαπάει με την ψυχή του, αυτό που λέει το νιώθει, το εννοεί και το κάνει.
Όλες τις στιγμές, πάντα περιμένοντας εκείνη την κάποια στιγμή.
Χωρίς άλλη φράση.
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΔΥΟ ΩΡΕΣ - ΟΧΙ ΣΗΜΕΡΑ
Μια ιστορία για δυο ώρες. Όσο κρατάει περίπου μια ταινία. Και σαν ταινία όλα τα φαντάστηκες. Ένα παγωμένο βράδυ, σε μια αίθουσα σκοτεινή ακούμπησες το κεφάλι σου σε έναν ώμο, τυλίχτηκες γύρω από ένα μπράτσο κι έκλαψες για ένα φινάλε.
Έξω από το σινεμά, έξω από την ταινία, ο κόσμος ανάμεσα στον κόσμο δρόμο ανοίγει, βιαστικός. Ιδέα δεν έχει και δεκάρα δεν δίνει για το μοιραίο τέλος μιας ταινίας. Ο χειμώνας τον κυνηγάει κι ανοίγει το βήμα για να του ξεφύγει.
Έναν χειμώνα μετά, στην καρδιά της άνοιξης. Που πέφτει πάντα Πρωταπριλιά. Μου έλειψες, το ξέρεις; Θα' μαι πάντα εδώ. Μη φοβάσαι πια. Δως μου το χέρι σου. Και τα κλειδιά. Οι μόνες σκιές που θα βλέπεις θα είναι οι δικές μας, όταν θα περπατάμε αγκαλιά τις νύχτες. Ησύχασε πια.
"Να χαρείς όμως, όχι σήμερα."
Είμαι εδώ, όχι εκεί. Εδώ ήμουν πάντα. Εσύ δεν με έβλεπες. Εδώ ανήκεις. Σε μένα θα μείνεις. Το όνομά σου μαζί με το δικό μου χαραγμένο, όχι στην άμμο. Στην καρδιά. Κι όταν λείπω θα μου λείπεις, κι έτσι δεν θα είσαι μόνη. Ποτέ.
"Να χαρείς όμως, όχι σήμερα."
Μια εκδρομή κόντρα στη βροχή και τη συννεφιά. Πίσω από ένα παράθυρο με θέα τη θάλασσα αγκαλιά θα σε κρατάω. Χιλιόμετρα θα οδηγώ με σένα πλάι μου. Κι όταν θα απλώνω πάνω σου το χέρι μου θα νιώθεις δική μου.
"Θέλω να σου πω."
"Τι;"
"Θέλω να σου πω τι νιώθω."
"Τι μέρα έχουμε;"
"Πρωταπριλιά."
"Να χαρείς, όχι σήμερα."
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΔΥΟ ΩΡΕΣ - ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟ ΣΑΡΑΚΙ
Μια ιστορία για δυο ώρες, όσο κρατάει μια μοναχική διαδρομή με το αμάξι, με συντροφιά τα ίδια τραγούδια και πάντα τις ίδιες σκέψεις. Από το σπίτι ως τη θάλασσα και μέχρι εκεί που τελειώνει η θάλασσα. Τόσο μακριά και τόσο κοντά.
Είναι κατάρα, να το ξέρεις, των άλλων τα όνειρα που κλέβεις, εφιάλτες δικοί σου να γίνονται. Και καθώς ο σταματημένος χρόνος ισοπεδώνει το παρόν, αυτοί που ήταν κάποτε δικοί, να γίνονται ξένοι.
Χιλιόμετρα διαδρομής με στάσεις, αλλά προορισμό; Ένα παιδί μόνο και μοναχικό σ' ακολουθεί παντού. Τι θες, επιτέλους; Ο χρόνος που κύλησε κι ύστερα σταμάτησε του πήρε τη φωνή. Μα αν είχε φωνή θα σου έλεγε πως αγάπη ζητούσε. Κι όταν την έβρισκε δεν ήξερε τι να την κάνει. Από τη χαρά του. Κι έτσι, σαν αδέξιο τυφλό κουτάβι, έτρεχε πάνω κάτω, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να δείξει χαρά κι ευγνωμοσύνη. Και με τσαπατσουλιά χαλούσε τα πάντα. Και κανείς δεν θέλει ένα τυφλό κουτάβι που μόνο ζημιές κάνει. Έψαχνε να βρει αυτό που του έλειπε, ή ακόμα καλύτερα, αυτό που ποτέ δεν είχε για να ξέρει τι είναι, κι όμως ήταν αυτό που σε όλη του τη ζωή ζητούσε.
Από το σπίτι ως τη θάλασσα και ως εκεί που η θάλασσα τελειώνει. Πάντα τόσο κοντά και τόσο μακριά. Ένας προορισμός εδώ γύρω, δίπλα σχεδόν. Μα για να τον βρεις, χίλιες φορές θα τον προσπεράσεις.
"Πες μου ένα παραμύθι να αποκοιμηθώ. Μια αφελή ιστορία, που όμως θα πιστέψω για να κλείσω τα μάτια και να πάψω να σκέφτομαι. Ψιθύρισέ μου μια μελωδία που θα με ησυχάσει σα νανούρισμα. Αγκάλιασέ με για να κρατήσεις μακριά μου τα άσχημα όνειρα. Σκέπασέ με με τη σκιά σου για να μην αφήνεις σκιές να με πλησιάζουν. Διώξε τον μπαμπούλα από την ντουλάπα και σκότωσε το σαράκι μέσα μου."
Χωρίς άλλη φράση.
ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ - ΕΝΑ ΒΑΓΟΝΙ
Πού πάνε οι προσευχές όταν φεύγουν από τα χείλη μας;
Σε ένα βαγόνι μόνο, που πουθενά δεν πάει, με ένα κερί αναμένο, και λίγο κρασί. Ένα κλειδί. Και μια λαχτάρα.
"Δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω και να αλλάξεις την αρχή. Μπορείς όμως να αρχίσεις εδώ που είσαι και να αλλάξεις το τέλος".
Υπάρχουν πράγματα που σου κάνουν κακό, μα συνεχίζεις να τα κάνεις. Κι όσο πληγώνεσαι, τόσο ανοίγεις κι άλλο την πληγή. Επιμονή και συνέπεια στο λάθος. Η ψυχή πάνω στη θλίψη δεμένη με αλυσίδες.
Μια ανάγκη, η αλήθεια να είναι άλλη από αυτή που σε κυκλώνει τις νύχτες που μένεις ξάγρυπνη.
Δεν είναι επιλογή ούτε η χαρά ούτε η λύπη. Συναισθήματα είναι. Κανείς δεν μπορεί να επιλέξει τι νιώθει.
Θα ήθελα να ήμουν, αλλά δεν υπήρξα, θα ήθελα να είμαι, αλλά δεν μπορώ, θα ήθελα να γίνω, αλλά δεν γίνεται. Ένα κλειδί, αλλά ο ένας νιώθει κι ο άλλος σκέφτεται.
Μια προσευχή για κάθε νύχτα, η αποψινή, να αλλάξεις το τέλος.
ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ - Ο ΗΡΩΑΣ ΜΟΥ
Πού πάνε οι προσευχές όταν φεύγουν από τα χείλη μας;
Ραγίζουν τα είδωλα μέσα στον καθρέφτη κι όμως αυτός παραμένει ατόφιος, κι έτσι ξεκάθαρα να φαίνονται όλα τα σπασμένα χαμόγελα και οι σπασμένες ψυχές. Τα φαντάσματα σκιές δεν έχουν, να όμως που σαν σκιά σε κυνηγάνε. Δεν είναι δικά σου, δεν τα φώναξες εσύ εδώ, αλλά αυτά τρύπωσαν στο σπίτι σου. Πνίγεσαι μέσα στην ίδια σου την αλήθεια, δεν την αντέχεις άλλο, αλλά θα πρέπει να τη μάθεις όλη, να σου σκίσει το δέρμα, να σου κόψει το κόκκαλο.
Είναι η Μοίρα, λες; Εκεί που ποτέ δεν ζήτησες, να σου χαρίζουν, κι εκεί που περιμένεις, να σου παίρνουν τα πάντα. Δεν πέταξες ποτέ χαρταετό; Και ποιος σου φταίει που τους πέταγες στους γκρεμούς; Τα λιμάνια δεν σε θέλουν, τα καταφύγια σου κλείνουν την πόρτα, δεν το βλέπεις, δεν έχει χώρο για σένα.
Ο πληγωμένος στρατιώτης σού πετάει το βάλσαμο στα μούτρα και φεύγοντας σου μπήγει κι ένα μαχαίρι στην καρδιά. Γιατί δεν πίστεψε πως κάποιος θα μπορούσε για μια φορά να τον αγαπήσει αληθινά. Και κάποιος έπρεπε να πληρώσει και για τις δικές του τις πληγές. Μένεις πίσω εσύ, με το βάλσαμο χυμένο στο χώμα και το μαχαίρι να στρίβει μόνο του, χαράζοντας ονόματα.
Και ποιος να σε σώσει όταν ο Ήρωάς σου έγινε φονιάς σου; Μα εκείνος με έκανε να πιστέψω, θα πεις. Ήταν η απάντηση στην τελευταία, την πιο δυνατή προσευχή μου. Δεν μπορεί να είναι φονιάς. Δεν γίνεται. Ένα κακό όνειρο βλέπω, και θα ξυπνήσω. Είναι όλα στη φαντασία μου, και θα συνέλθω. Θα έρθει να με σώσει...
Μια προσευχή για κάθε νύχτα, κι η αποψινή, να θυμάσαι, ακόμα κι αν δεν το πίστεψες, ότι σ' αγάπησα πολύ...
To whom it may concern.