ΕΣΥ, ΤΙ ΕΓΙΝΕΣ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΕΣ; X
"Πηγή!"
"Τι;"
"Κοίταξέ με στα μάτια και πες μου πού το διάβασες αυτό!"
"Δε θυμάμαι...", απάντησε η μικρή εξακολουθώντας να αποφεύγει το βλέμμα της Ζωής.
"Πηγή! Ανέχτηκα τη φάρσα με το σεντούκι, σου μίλησα για τα γυάλινα γοβάκια μου! Δικαιούμαι μια ειλικρινή απάντηση!"
Η Πηγή γύρισε προς το μέρος της με μάτια γεμάτα δάκρυα.
"Η αλήθεια είναι πως δεν το διάβασα πουθενά. Ήρθε στο μυαλό μου ξαφνικά, σα να μου το υπαγόρευε κάποιος..."
Η Ζωή την πλησίασε και την πήρε αγκαλιά. "Σταμάτα να κλαις. Δεν έκανες κάτι κακό."
Για λίγο δε μιλούσε καμιά τους.
"Αυτή τη φράση την έγραψα στο ημερολόγιό μου όταν ήμουν δεκαεννιά", είπε η Ζωή.
"Πολύ ωραία το είπες!" Κοιτάχτηκαν κι έβαλαν τα γέλια.
Η Ζωή όμως ήξερε πια αυτό που εδώ και ώρα δεν ήθελε να καταλάβει.
Κοίταξε το σεντούκι.
"Από όλα αυτά θέλω να σε προφυλάξω... Θες να το ανοίξουμε; Εγώ θα έλεγα να το πετάξουμε... Ξεφορτώσου όλες αυτές τις ανοησίες, μην αγοράζεις καμιά ελπίδα, δεν χρειάζεσαι κανένα παραμύθι στις αποσκευές σου..."
Μα για μια φορά ακόμα, κράτησε τις σκέψεις της για τον εαυτό της.
"Κι αυτά που ήθελες;". Η ερώτηση της Πηγής έφερε τη Ζωή πίσω στην πραγματικότητα του λιβαδιού.
"Τι;"
"Έγινες όσα έπρεπε, όσα όφειλες, όσα είχες μάθει να περιμένεις από τον εαυτό σου. Όσα ήθελες όμως;"
Συνεχίζεται...