ΕΣΥ, ΤΙ ΕΓΙΝΕΣ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΕΣ; Vol.2 ΤΟΣΟ ΛΙΓΟ, ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ...
"Εσύ ποια είσαι;"
"Από την ώρα που με είδατε ισχυρίζεστε ότι ξέρετε πολλά για μένα… και μόλις μου αραδιάσατε αρκετά! Και τώρα με ρωτάτε ποια είμαι;!" Η Ζωή είχε όλη τη διάθεση να ανοίξει καινούργια μέτωπα καβγά με τον γίγαντα.
"Οι εξυπνάδες δεν μπορούν να σε σώσουν από την αλήθεια!"
"Εξακολουθείτε να μη μου λέτε ποιος είστε!"
"Κάποιος που σε γνωρίζει λίγο, αλλά σε ξέρει πολύ."
"Όνομα δεν έχετε;"
"Μάξιμο με λένε και είμαι ένας, γι’ αυτό σταμάτα να μου μιλάς στον πληθυντικό!"
Ξαφνικά ένιωσε μια απίστευτη κούραση. Έβγαλε τα παπούτσια της και κάθισε στην άμμο.
"Θα λερώσεις το φόρεμά σου."
Ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα. Η αλήθεια είναι πως με μεγάλη προσοχή σήμερα το πρωί είχε διαλέξει το συγκεκριμένο φόρεμα. Ήθελε να δείχνει συγκροτημένη και κομψή, όχι αδύναμη, αλλά αρκετά ευάλωτη, τόσο όσο θα χρειαζόταν για να κινήσει το ενδιαφέρον του Συμβουλίου και να τη βοηθήσει χωρίς να τη λυπηθεί, απλά να τη συμμεριστεί.
Και τώρα το βαθύ μπλε μεταξωτό φόρεμά της κυλιόταν στην άμμο. Μα δεν την πείραζε. Έτσι κι αλλιώς, δεν είχε πετύχει τον σκοπό της... Ασυναίσθητα τύλιξε τα χέρια της γύρω από τους ώμους της.
"Κρυώνεις;"
Η Ζωή και πάλι δεν απάντησε. Δεν μπορούσε να εξηγήσει τι την είχε ενοχλήσει περισσότερο: όσα μόλις της είπε ο Μάξιμος και το ύφος του, ότι στην ουσία ήταν όλα αλήθεια ή ότι ένας άγνωστος την ήξερε τόσο καλά; Τελικά αποφάσισε ότι δεν είχε σημασία τι την ενοχλούσε περισσότερο, αφού όλα έτσι κι αλλιώς ήταν ενοχλητικά. Ίσως όχι όλα...
Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε.
"Ναι."
"Ναι, τι;"
"Κρυώνω..."
Ο Μάξιμος κάθισε δίπλα της και την πήρε στην αγκαλιά του.
Το απόγευμα αργοκατέβαινε στην παραλία και κανείς από τους δυο τους δε φαινόταν να έχει διάθεση να μιλήσει, πολύ περισσότερο να συνεχίσει τη διαμάχη που εδώ και ώρα ειχαν ξεκινήσει.
Συνεχίζεται...