Ετικέτες

80's (1) αγανακτισμένοι (1) ανθρακωρύχοι (1) απεργία (1) απολιτικ (1) Αρκετά Καλός (1) Βαρουφάκης (1) Βενιζέλος (1) γάμος (1) γλυκά (1) γλώσσα (1) διήγημα (1) εκλογές 2015 (2) εξουσία (1) επαίτες (1) επιβάτες (1) επιστολή (1) Ζωή Κωνσταντοπούλου (1) ηλεκτρικός (3) θαυμάζω (1) θηλυκότητα (1) καθρέφτης (1) Καλλιθέα (1) κιλά (1) ΚΚΕ (1) κράζω (1) κρίση (1) κυβέρνηση (2) Κύριος (1) Λάλας (1) μάγος (1) μαντήλα (1) Μεγάλη Βρετανία (1) Μέρκελ (1) μέσα κοινωνικής δικτύωσης (1) Μοναστηράκι (2) Μουσουλμανισμός (1) μπούργκα (1) ναρκωτικά (1) ΝΔ (1) Παπαδιαμάντης (1) παραμύθι (2) ΠΑΣΟΚ (1) Πλατεία Δαβάκη (1) πολιτικά ορθό (1) πολιτική ορθότητα (1) ΠΟΤΑΜΙ (1) πρίζα (1) πρωθυπουργός (1) Ρωξάνη (1) Σαμαράς (2) σπολλάτη. παιδιά (1) Σταχτομπούτα (1) ΣΧΕΣΕΙΣ (1) σχέσεις (1) ταινία (1) Ταύρος (2) Τέλειος (1) Τζήμερος (1) τραπέζι (1) Τριανταφυλλίδης (1) Τσίπρας (2) τυρκουάζ (1) υλική στέρηση (1) φεμινισμός (1) φτώχεια (1) Χατζηνικολάου (1) χορευτής (1) Χριστούγεννα (1) χωριό του Άι Βασίλη (1) ψήφος (1) AIDS (1) Barbie (1) Da Capo (1) facebook (1) gay (1) jumbo (1) LGSM (1) lifestyle (1) Matthew Warchus (1) pride (1) social media (1) tweet (1) twitter (1)

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ, ΣΧΕΔΟΝ






ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ, ΣΧΕΔΟΝ 3
«Τι ώρα είναι;»

Μέσα σε ένα λευκό βαν, δύο άντρες γύρω στα τριάντα και κάτι κατεβαίνουν τη Συγγρού, στο ρεύμα προς Πειραιά. Ο οδηγός κοιτάζει ευθεία μπροστά του, αμίλητος, σχεδόν βλοσυρός, λες και ποτέ δεν άκουσε την ερώτηση του συνοδηγού. «Τι ώρα είναι ρε συ θα μου πεις;»


«Είναι λάθος, όλο είναι λάθος.» Ο συνοδηγός τον κοιτάει απορημένα. «Τι  εννοείς λάθος;»

«Αυτό ακριβώς που καταλαβαίνεις… Μέρα μεσημέρι, μέσα στο κέντρο του Πειραιά… Πραγματικά, δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι πιο ηλίθιο!» «Νόμιζα πως ήταν δική σου ιδέα…» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Από την αρχή είπα ότι διαφωνούσα και με την τοποθεσία αλλά κυρίως με την ώρα. Έχεις ιδέα πόσοι άνθρωποι θα βρίσκονται εκείνη τη στιγμή εκεί;» 

Κάποιος μπροστά του σταματάει κι αναγκάζεται να φρενάρει απότομα. Βλαστημάει «Τότε γιατί συμφώνησες να το κάνεις;» Για μια φορά ακόμα, ο οδηγός δεν απαντάει. «Μα τι σ’ έπιασε σήμερα; Λες και το κάνουμε πρώτη φορά!»


 Ο άντρας που οδηγεί εξακολουθεί να μη μιλάει. Και μετά από λίγο: «Για μένα όμως είναι η τελευταία.»  «Τι λες ρε συ;» «Η Ζέτα είναι έγκυος.» Ο δεύτερος άντρας, αυτός που δεν οδηγεί αλλά συνήθως ακολουθεί, αλλάζει τελείως διάθεση. «Μπράβο ρε μπαγάσα! Άντε με το καλό! Πόσο είναι;» Καμιά απάντηση. Ο οδηγός, αυτός που συνήθως παίρνει τις αποφάσεις αλλά και την ευθύνη, δε δείχνει να συμμερίζεται την καλή διάθεση του διπλανού του, παρά μόνο έχει τα μάτια του καρφωμένα στο δρόμο.


Υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να καταλάβουν τη σημασία μιας σιωπής, μιας παύσης, άλλοτε λόγω ιδιοσυγκρασίας, άλλοτε λόγω της ίδιας της συνθήκης μέσα στην οποία βρίσκονται. Στην προκειμένη περίπτωση, ο συνοδηγός  βρισκόταν μέσα σε μια συνθήκη που δικαιολογούσε μια μακροσκελή συζήτηση, με όλες τις λεπτομέρειες, ενώ ακριβώς λόγω ιδιοσυγκρασίας δεν μπορούσε να αφουγκραστεί την ανάγκη για σιωπή.


«Τον άλλο μήνα θα πάει στην Καλαμάτα, στο σπίτι μιας φίλης. Θα γεννήσει  εκεί. Το παιδί θα δηλωθεί αγνώστου πατρός, θα πάρει το δικό της επίθετο. Αν τη βγάλουμε καθαρή από εδώ, εγώ θα σταματήσω, θα τους πάρω και θα φύγουμε… Αν όμως γίνει καμία μαλακία και με πιάσουνε, το τελευταίο πράγμα που θέλω είναι να φτάσουνε μέχρι τη Ζέτα. Κάνει μια παύση. «Και το παιδί…»


Ο -τόσα χρόνια- φίλος και συνοδηγός είχε μείνει να τον κοιτάζει άφωνος.

«Τι κορνάρεις, ρε ηλίθιε, δεν βλέπεις ότι προσπαθώ να παρκάρω;»

Σβήνει τη μηχανή και γυρνάει στο συνοδηγό. «Τεσσάρων και δέκα και τέταρτο.» Ο άλλος τον κοιτάει χωρίς να καταλαβαίνει. «Τι λες;»

«Δε με ρώτησες σε ποιο μήνα είναι η Ζέτα και τι ώρα είναι; Η Ζέτα είναι τεσσάρων μηνών και η ώρα είναι δέκα και τέταρτο.»



Συνεχίζεται...